Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Αχιλλέας Γ. Χαλδαιάκης: 
Ομιλία κατά την παρουσίαση του τόμου Εξερευνήσεις στα Χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης. Αθήνα, Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011
 












Βαρύτιμος και περισπούδαστος ο απόψε παρουσιαζόμενος τόμος, τόμος εξερεύνησης των αποκειμένων στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη ελληνικών χειρογράφων, χειρογράφων μεταξύ των οποίων θησαυρίζεται και μια μικρή συλλογή 20 μουσικών κωδίκων, μια συλλογή που περιγράφεται άριστα στον τόμο από τον συνάδελφο Μανόλη Γιαννόπουλο.
Γνωρίζουν ήδη καλά οι ειδότες, αλλά και θα διαβάσουν και θα πληροφορηθούν αρμοδίως και οι μη ειδότες, ότι γύρω από τα μουσικά χειρόγραφα έχει κιόλας αναπτυχθεί ολόκληρη επιστήμη, ένας αυτοτελής σχεδόν κλάδος της λεγομένης βυζαντινής μουσικολογίας, με ξεχωριστή ιδιόλεκτο, διαμορφωμένη από μιαν αλληλουχία εξειδικευμένων όρων, που υποστηρίζεται στέρεα και από την ανάλογη εκτεταμένη βιβλιογραφία. Όλα αυτά, βέβαια, αφορούν κατά βάση κάτι εξαιρετικά απλό: την ίδια τη μουσική· τη μουσική ως ιδέα, ως έμπνευση, ως λεπτή αύρα δημιουργικότητας, ως αποτέλεσμα μιας αδήριτης ανάγκης για έκφραση καλλιτεχνική· είναι αυτή η (πρωτογενώς προφορική) έκφραση που τελικά καταγράφεται και στο χαρτί και έτσι διασώζεται στη μνήμη και διαιωνίζεται στην ιστορία.
Τα σχετικά μ’αυτήν την καταγραφή είναι ό,τι ακριβώς ενδιαφέρει και τους περί τα μουσικά χειρόγραφα αδολεσχούντες: μια σειρά από ζητήματα, όπως (ενδεικτικά): η ύλη (χαρτί και σπανιότερα περγαμηνή) όπου αυτή η μουσική καταγράφεται, η κωδικολογική σύσταση και κάθε παλαιογραφική διάσταση του βιβλίου που γύρω απ’ αυτήν κατασκευάζεται, το περιεχόμενο και συνεκδοχικά ο τύπος κάθε κώδικα, η σημειογραφία μέσω της οποίας η ίδια μουσική αποτυπώνεται στο χαρτί, οι γραφείς κάθε χειρογράφου, οι τόποι όπου αυτά καταγράφονται, η χρονική περίοδος γενικότερα ή και πιο συγκεκριμένα η χρονολογία γραφής κάθε κώδικα, η σπουδαιότητα των σ’αυτόν ανθολογούμενων μελοποιημάτων και όσα ιστορικά και αισθητικά στοιχεία προκύπτουν από τη μελέτη τους, οι παράλληλες ιστορικές ή άλλες κοινωνικού ή ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος πληροφορίες που καταγράφονται παρεμπιπτόντως στα περιθώρια της βασικής μουσικής ύλης κάθε χειρογράφου, κ.ο.κ.
Πρόκειται, αναμφίβολα, για στοιχεία ενδιαφέροντα, αδιαπραγμάτευτα χρήσιμα και απαραίτητα, σε κάθε πάντως περίπτωση πρόκειται για στοιχεία περιφερειακά και δευτερεύοντα, συγκρινόμενα με το αρχικό έναυσμα, την πραγματική αιτία διαμόρφωσης όλης αυτής της φιλολογίας: τη μουσική καθεαυτήν. Προσωπικά, τόσο ως τάχα και ειδώς, όσο κυρίως και ως μη ιδών αλλά πιστεύων, διερωτώμαι συχνότατα (εσχάτως δε με μεγαλύτερη ένταση και αγωνία), διερωτώμαι -λέγω- για την επικαιρότητα (ή και τη δυνατότητα επικαιροποίησης) όλων των παραπάνω: και του πρωτογενούς αιτίου (της ιδιαίτερης αυτής μουσικής, της λεγομένης βυζαντινής) και των δευτερογενών παρακολουθημάτων της (των ψαλτικών μουσικών χειρογράφων). Ποιά η πιθανή αντανάκλασή τους στην κοινωνία; πέρα από τους ενδιαφερόμενους της ειδικής επιστημονικής κοινότητας ή και τους εκκολαπτόμενους νέους επιστήμονες,  ποιά η  γενικότερη χρησιμότητά τους στο ευρύ, στο απλό αλλά καλοπροαίρετο, φιλόμουσο κοινό; Ανάμεσα στους διπλούς και δίχρωμους και εξωραϊσμένους και καλλιγραφημένους στίχους των μουσικών χειρογράφων κρύβεται άραγε κάποιο ουσιαστικότερο μήνυμα; λανθάνει εκεί κάποια διαχρονική κοινωνικο-φιλοσοφική αξία, που θα ήταν σκόπιμο να φωτισθεί και να προβληθεί περαιτέρω και επιπλέον της σχετικής σχολαστικής ακαδημαϊκής έρευνας;
Στην απόπειρα αναζήτησης κάποιας απάντησης ο νους μου στρέφεται μόνον προς το καλλιτεχνικό στίγμα που ενυπάρχει σ’αυτού του είδους τα χειρόγραφα· κατά την προσωπική μου «ανάγνωση» δεν πρόκειται απλώς για μιαν ακόμη μαρτυρία κάποιας ειδικής μουσικής πληροφορίας· πρόκειται ευρύτερα για ένα μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας και ανάτασης ψυχικής, εκπεμπόμενο έμμεσα από ευαίσθητες καλλιτεχνικές ψυχές, ακόμη και εν μέσω καιρών χαλεπών, ακόμη και εντός ενός κλίματος γενικότερης απαισιοδοξίας και παραίτησης, πικρή πείρα του οποίου λαμβάνουμε δυστυχώς όλοι μας το τελευταίο χρονικό διάστημα. Όσο η καλλιτεχνική δημιουργία υφίσταται και ευδοκιμεί και εξελίσσεται, η ελπίδα δεν απολείπει.
Πάντοτε μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση μια (γνωστή στην έρευνα) ενθύμηση στον υπ’ αριθμόν 2406 μουσικό κώδικα της ΕΒΕ, ένα κώδικα γραμμένο (και τελειωμένο συγκεκριμένα την 1η Ιουλίου) του έτους 1453 από τον μοναχό Ματθαίο τον δομέστικο, όπου διαρκούσης (ως φαίνεται) της αλώσεως ο κωδικογράφος, οιονεί διακόπτοντας επ’ ολίγον τη ροή της καλλιτεχνικής του εργασίας, σημείωσε: Εἰς αὐτὸ γοῦν τὸ ἔτος καὶ εἰς τὴν αὐτὴν ἴνδικτον ἐπαρέλαβεν ὁ Μαχουμέτμπεεις τὴν ἐκ Θ(εο)ῦ ὀργισθεῖσαν Κωνσταντινούπολιν, πλὴν μαΐω κθ΄, τῆς ἁγίας ὁσιομάρτυρος Θεοδωσίας, ἡμέρα τρήτη, ὥρα πρώτη τῆς ἡμέρας. Καὶ ἐγένετο θρήνος καὶ οὐαὶ εἰς ἅπαντα τὸν κόσμον. Δεν τόλπιζα (χωρίς βέβαια να συγκρίνεται επουδενί η τραγικότητα των ιστορούμενων γεγονότων) να ζήσω κάτι ανάλογο πριν από λίγες μέρες, εδώ στην Αθήνα, όταν για κάποια επείγουσα οικογενειακή υπόθεση έπρεπε να μεταβώ στο λιμάνι του Πειραιά με τις αστικές συγκοινωνίες, μεσούσης μιας γενικής απεργίας τους· επιτρέψτε μου μια σύντομη εξιστόρηση:
Αναμένοντας σε κάποια στάση, επί δίωρο περίπου μετά την προγραμματισμένη ώρα διακοπής της απεργίας, μέχρι να αποκατασταθεί η κανονική ροή της συγκοινωνίας, στοιβάχθηκα επιτέλους σ’ένα διπλό όχημα (στοιβάχθηκα κυριολεκτικά, κατά μίμηση του περιεχομένου κονσερβοποιημένης θαλασσινής τροφής), μειοψηφία γηγενούς εν μέσω πλήθους αλλοφύλων· σύντομα άκουσα (όχι δίχως ανησυχία) να στοχοποιούνται (γεγονύια τη φωνή) ως «πορτοφολάδες» οι παρακείμενοί μου συνεπιβάτες· με ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη είδα, στη συνέχεια, να διαδραματίζονται ακριβώς δίπλα μου σκηνές απείρου κάλλους: έντονες στιχομυθίες (διαμειβόμενες, ανάμικτα, στην ελληνική αλλά και σε άλλες απροσδιόριστες –όχι πάντως ευρωπαϊκές– γλώσσες) και γρονθοκοπήματα μεταξύ των αντιμαχομένων (των φερομένων, αφενός, ως ληστών και των προβαλλομένων, αφετέρου, ως θυμάτων τους)· δεν άργησα να δω ενδύματα να διαρρηγνύονται, αίματα να ρέουν, χειρονομίες αντιδικίας να εκτείνονται προς κάθε κατεύθυνση, ενώ το μεταφορικό μέσο συνέχιζε κανονικότατα το δρομολόγιό του· ως αποκορύφωμα, ένας των διαμαχομένων, ευρεθείς σε κάποια στάση εκτός του οχήματος, έπληξε με αλλεπάλληλες γροθιές το τζάμι της πίσω πόρτας του, που καταθρυμματίσθηκε μπροστά στα εμβρόντητα και έκπληκτα μάτια μας. Βιώνοντας τέτοια αναστάτωση, εκτυλισσόμενη κυριολεκτικά σε απόσταση αναπνοής από τη θέση όπου εκών άκων είχα στοιβαχθεί, βρέθηκα πραγματικά σε μεγάλη απορία: τι να κάνω; πώς να αντιδράσω; Έστρεψα τότε το βλέμμα γύρω μου, εντός του οχήματος, όπου ανάμεσα κυρίως σε φρενιτιώσσες και αλαλάζουσες γυναίκες διέκρινα και μιαν αλλιώτικη φιγούρα, ένα άντρα που καθόταν ατάραχα και ήρεμα σ’ ένα κάθισμα στην τελευταία θέση του οχήματος και σκυμμένος πάνω σ’ ένα μικρό τετράδιο σκάλιζε εκεί κάτι σημειώσεις, με μιαν αυτοσυγκέντρωση υπερκόσμια· περίεργος, αλλά και με κάποια διαισθητική παρόρμηση, έσκυψα διακριτικά να δω περί τίνος επρόκειτο: ο άντρας εκείνος, κάποιος άγνωστος (αλλ’ ίσως και ιδιαίτερα γνωστός μου) καλλιτέχνης, που κατά συνειδητή επιλογή εκινείτο σε έναν αλλιώτικο (ολότελα δικό του) κόσμο, έγραφε μουσική!
Σε μιαν σε διαρκή αναβρασμό διατελούσα κοινωνία αυτή είναι ίσως και η μόνη εφικτή μαρτυρία ενός καλλιτέχνη· το μήνυμα του μουσικού, αλλά και της ίδιας της μουσικής· της μουσικής που κυοφορείται έσωθεν ως κύμα δημιουργίας και διαχέεται έξωθεν (καταγραφόμενη σ’ ένα μουσικό βιβλίο) ως βάσιμη αίσθηση ελπίδας και αισιοδοξίας. Τέτοιες φωνές και αντίστοιχες μαρτυρίες έχουν συγκεντρωθεί και στα μουσικά χειρόγραφα που βρέθηκαν σήμερα να φυλάσσονται στη συλλογή της Γενναδείου Βιβλιοθήκης· χειρόγραφα που (όπως διαβάζουμε στους κολοφώνες τους) γράφτηκαν μετά πολλού κόπου και δαπάνης και μετά πλείστης επιμελείας και πολλής υπομονής, από γραφείς που παρακαλούν τους αναγνώστες τους να εύχονται υπέρ αυτών δια τον Κύριον και να μέμνηνται αυτών εν ταις ιεραίς προς Κύριον εντεύξεσιν, χειρόγραφα που χαρακτηρίζονται προσφυέστατα ως βίβλοι ασματομελιρρυτόφθογγοι· ο τελευταίος πολυσύνθετος όρος, που όσο κι αν ξενίζει ορισμένους είναι πάγκοινος στη σχετική παράδοση, δηλώνει το απλούστατο και πασιφανές: ενώ κάθε βιβλίο οιονεί μιλάει, αρθρώνοντας διδαχή λυσιτελή και πολύτιμη, το μουσικό βιβλίο φθέγγεται άσματα μελίρρυτα· το μουσικό βιβλίο (χειρόγραφο και έντυπο) είναι ίσως το μόνο βιβλίο που όχι απλά έχει φωνή και μιλάει, αλλά έχει χάρισμα φωνητικό θεσπέσιο και τραγουδάει τραγούδια και ταϊζει με μέλι τις ψυχές των ακροατών του και σταλάζει γλυκασμό στις καρδιές τους!
Ας ενωτισθούμε την ηδύμολπη φθογγή αυτών των μουσικών βιβλίων· τυχαία, από το δημοσιευόμενο στους πίνακες του παρόντος τόμου μουσικό υλικό, δίνω φωνή σε ορισμένα από αυτά: σ’ ένα γραμμένο το 1820 χειρόγραφο του ταπεινού Αθανασίου Καλογεροπούλου Πελοποννησίου, όπου με άκρως αναλυτική διατύπωση της σημειογραφίας σχεδόν ηχογραφούνται πάνω στο χαρτί όλα τα φωνητικά τζακίσματα, όλα τα λαρυγγικά γυρίσματα της καταγραφόμενης ψαλτικής ερμηνείας·


ενώ κι άλλο χειρόγραφο στην κυριολεξία μας τραγουδά τραγούδια κοσμικά, σε (τραγικά ίσως επίκαιρους) στίχους του Γεωργίου Σούτζου εκτεθέντες διά μουσικών χαρακτήρων παρά Γρηγορίου πρωτοψάλτου.



Κυρίες και Κύριοι,

Σ’αυτόν εδώ, τον τόσο γνώριμο, οικείο και φιλόξενο χώρο της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι της σύγχρονης αθηναϊκής κοινωνίας μπορούν εύκολα πια να προστρέχουν και να αφουγκράζονται όχι επιπλέον απέλπιδες ήχους, αλλά το γλυκό και μελωδικό τραγούδισμα των θησαυρισμένων εδώ μουσικών χειρογράφων: ασφαλή, στερρό και απαρασάλευτο ξεναγό τους θα έχουν εφεξής και τον απόψε παρουσιαζόμενο βαρύτιμο και περισπούδαστο τόμο.