Ἀχιλλέως Γ. Χαλδαιάκη
Δημοτικὰ τραγούδια ἀπὸ τὴν Αἴγινα
Δημοτικὰ τραγούδια ἀπὸ τὴν Αἴγινα
Ὁμιλία σὲ συναυλία στὴν Αἴγινα, μὲ σύνολο δημοτικῆς μουσικῆς τοῦ Τμήματος Μουσικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, στὸ πλαίσιο τῶν ἐκδηλώσεων Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία 1806-2006. 200 ἔτη ἱστορίας καὶ λατρείας. Αἴγινα, προαύλιο μητροπολιτικοῦ ναοῦ 20 Αὐγούστου 2006.
· Τῆς Παληαχώρας τὸ βουνό
· Ξημέρωσ' ἡ Ἀνατολή
Συμμετέχω, μαζὶ μὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς συνεργάτες μου, τοῦ μουσικοῦ συνόλου ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΟ ΠΕΡΙΗΧΗΜΑ, δηλαδή·
· τὴν ὀρχήστρα παραδοσιακῆς μουσικῆς, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἄριστους δεξιοτέχνες τοῦ εἴδους· τὸν Δημήτρη Γάσια στὸ βιολί, τὸν Θοδωρῆ Τασούλα στὸ κλαρίνο, τὴν Στέλλα Βαλάση στὸ σαντοῦρι, τὸν Κώστα Μήτσιο στὸ λαοῦτο καὶ στὸ οὖτι, τὴν Μαρία Πλουμῆ στὸ λαοῦτο καὶ τὸν Βασίλη Οἰκονόμου στὸ τουμπελέκι
· τὴ χορωδία παραδοσιακῆς μουσικῆς, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὶς καλλίφωνες φοιτήτριες τοῦ Τμήματος Μουσικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν· Ἑλένη Δαμανάκη, Μαρία Καββαδία, Ἑλένη Καμβυσίδη, Μαρία Καρύκη, Ἀγγελικὴ Κοτοπούλη, Μαρίνα Λαγουδάκη, Μαριλένα Τσαρσιταλίδη καὶ Ἰωάννα Χρυσανθοπούλου
· τοὺς καλλικέλαδους τραγουδιστὲς Ἀσπασία Στρατηγοῦ, Εὐάγγελο Κώτσου καὶ τὸν ἀδελφό μου Νίκο Χαλδαιάκη
· τὸν ὑπεύθυνο τοῦ ἤχου Δημήτρη Καβακόπουλο
· καί, βέβαια, τὰ χορευτικὰ συγκροτήματα τοῦ Συλλόγου Γυναικῶν Αἴγινας καὶ τοῦ Μορφωτικοῦ καὶ Πολιτιστικοῦ Συλλόγου Κυψέλης,
Συμμετέχω, λέω, σ' αὐτὲς τὶς λαμπρὲς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις γιὰ τὰ 200 ἔτη ἱστορίας καὶ λατρείας τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῆς Αἴγινας, μὲ ξεχωριστὴ χαρὰ καὶ ἰδιαίτερη συγκίνηση.
ΧΑΡΑ, διότι ἀξιώνομαι νὰ ξαναπαρουσιάσω, "φρεσκαρισμένο" τώρα καὶ διευρυμένο, ἕνα μουσικὸ πρόγραμμα μὲ τὰ τραγούδια τῆς Αἴγινας, μετὰ ἀπὸ δεκαπέντε ἀκριβῶς χρόνια, ὅπου τὸ εἴχαμε τότε πρωτοπαρουσιάσει (μὲ τὴν ὀρχήστρα καὶ τὴ χορωδία τοῦ Συλλόγου πρὸς διάσωση τῆς πολιτιστικῆς μας κληρονομιᾶς καὶ παράδοσης) ἐπ' εὐκαιρίᾳ τῆς κυκλοφορίας τοῦ γνωστοῦ ὁμώνυμου διπλοῦ δίσκου.
ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ, διότι ὅπως ὅλοι μας ἀξιώνομαι καὶ ἐγὼ νὰ ζῶ αὐτὲς τὶς ἱστορικὲς στιγμὲς τῶν 200 ἐτῶν ἱστορίας καὶ λατρείας ἑνὸς ναοῦ δίπλα στὸν ὁποῖο γεννήθηκα καὶ μέσα στὸν ὁποῖο μεγάλωσα, ἑνὸς ναοῦ τοῦ ὁποίου (στὴν κυριολεξία) γνωρίζω κάθε γωνιά, μέχρι καὶ τὴν παραμικρὴ σχισμὴ τοῦ πλακόστρωτου ποὺ πατάμε ἀπόψε. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὀφείλω χάριτες στὸν ἀγαπητὸ καὶ σεβαστό μου π. Ἐμμανουὴλ Γιαννούλη, τὸν ἐφημέριο τοῦ μητροπολιτικοῦ αὐτοῦ ναοῦ, ποὺ εἶχε τὴν πρωτοβουλία καὶ τὴν ἔμπνευση γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς ἀποψινῆς ἐκδήλωσης.
Τὰ δύο γεγονότα, δηλαδὴ ὁ ἑορτασμὸς τῶν 200 ἐτῶν ἀπὸ τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ καὶ τὸ πρόγραμμα μὲ τὰ αἰγινήτικα τραγούδια ποὺ παρουσιάζουμε ἀπόψε, φαίνονται (ἀπὸ μιὰ πρώτη ἐκτίμηση τοῦ πράγματος) ἀσύνδετα· καί ὅμως: ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶναι ἀπόλυτα θεμιτὸ τέτοιες πανηγυρικὲς ἐπέτειοι νὰ γιορτάζονται μὲ τὰ τραγούδια τοῦ τόπου μας, διερωτῶμαι· ποῦ ἀλλοῦ μπορεῖ, κατεξοχήν, νὰ ἀκούσθηκαν αὐτὰ τὰ τραγούδια παρὰ στὸ προαύλιο αὐτοῦ τοῦ τόσο σημαντικοῦ ἱστορικοῦ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ κέντρου τοῦ νησιοῦ μας;
Ὅταν (πρὸ δεκαπενταετίας) παρουσιάσαμε ὁρισμένα ἀπ' αὐτὰ τὰ τραγούδια στὴν Ἀθήνα, ὁ παριστάμενος τότε στὸ ἀκροατήριο μακαριστὸς καθηγητὴς τῆς Λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος σηκώθηκε αὐθόρμητα καὶ εἶπε: δὲν ἔχω καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι μὲ τὰ ἴδια αὐτὰ τραγούδια οἱ Αἰγινῆτες ὑποδέχθηκαν τὸν Καποδίστρια ὅταν ἔφθασε στὴν Αἴγινα. Ἡ σκηνὴ αὐτῆς τῆς ὑποδοχῆς περιγράφεται, στὴ Γενικὴ Ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς (τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1828), ὡς ἑξῆς: Ὁ Ἐξοχώτατος Κυβερνήτης ἀπέβη εἰς τὸ παράλιον τῆς πόλεως, ἐν μέσῳ τῶν εὐφημιῶν ἀναριθμήτου πλήθους [...] Διὰ μέσου τοῦ ἐνθουσιῶντος λαοῦ, ἡ ἐξοχότης του ἦλθεν εἰς τὸ Βουλευτήριον, προπεμπόμενος παρὰ τοῦ ἱερατείου καὶ παντὸς τοῦ διοικητικοῦ συστήματος, καὶ ἀκολουθούμενος ὑπὸ πλήθους, φερόντων κλάδους δάφνης καὶ ἐλαίας, καὶ ἀνευφημούντων συχνάκις τὸν Κυβερνήτην. Σὲ τί συνίσταντο αὐτὲς οἱ ἐπευφημίες τοῦ πλήθους; Ἦταν ἁπλῶς καὶ μόνον συνθηματικὲς κραυγὲς ἑνὸς ὄχλου ἤ μπορεῖ νὰ ἐκλάμβαναν καὶ τὴ μορφὴ κάποιου ἄσματος; (καὶ ποιοῦ;) Κατὰ πόσον δὲ ἦταν ἀπίθανο ἀνάμεσα στὸ ἀναρίθμητο πλῆθος ποὺ συνόδευε τὸν Κυβερνήτη νὰ εἶχε εἰσχωρήσει (ἢ νὰ προπορευόταν) καὶ μιὰ παραδοσιακὴ νησιώτικη ζυγιά, ἕνα βιολὶ-ἓνα λαοῦτο καὶ ἕνα ντέφι, ποὺ (ἐλλείψει ἄλλης ὀργανικῆς συνοδείας) νὰ "παιάνιζε" σκοποὺς καὶ τραγούδια τοῦ τόπου, ὅπου ὁ Κυβερνήτης ἀφίχθη; Ἐφόσον οἱ ἱστορικοὶ φείδονται πληροφοριῶν ὅλα αὐτὰ θὰ παραμείνουν ἀναπάντητα ἐρωτήματα καὶ ἐμεῖς θὰ περιοριζόμαστε ἁπλῶς σὲ (εὔλογες ἤ μὴ) εἰκοτολογίες. Ἕνα εἶναι, πάντως, σίγουρο· ὅ,τι σχετίζεται μὲ αὐτὸν τὸν χῶρο ἐκπορεύεται ἀπὸ ἀνθρώπους μερακλῆδες· ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, τὸ μεράκι εἶναι κομβικὴ ἔννοια στὴν παράδοσή μας. Εἶναι πασιφανὲς ὅτι ἄνθρωποι μερακλῆδες ἔκτισαν αὐτὸν τὸν ἱστορικὸ ναό· γιατί, λοιπόν, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἤ καὶ ἄλλοι μερακλῆδες νὰ μὴν τραγούδησαν, στὸ προαύλιο αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ ναοῦ, τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες τους, στὰ βαφτίσια καὶ στοὺς γάμους καὶ στὶς κηδεῖες, μὲ τὰ συρτὰ καὶ μὲ τὰ καλαματιανὰ καὶ μὲ τὰ καθιστικὰ τραγούδια, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς περιπαθεῖς ἀμανέδες, ποὺ περιγράφουν τὰ πάθια καὶ τοὺς καημοὺς τοῦ κόσμου ποὺ τελειωμὸ δὲν ἔχουν. Αὐτὸ τὸ μεράκι ἐξυμνεῖ καὶ τὸ ἑπόμενο καθιστικὸ τραγούδι, συμπυκνωμένο -μάλιστα- σὲ ἕνα ἰδιαίτερα εὔγλωττο δεκαπεντασύλλαβο δίστιχο:
Ὅποιος δὲν εἶναι μερακλῆς πρέπει γιὰ νὰ πεθάνει,
γιατὶ στὸν κόσμο ὅπου ζεῖ μόνο τὸν τόπο πιάνει.
· Πές μου το μὲ τὸ χωρατό
· Τί ἔχεις, ρήνα μ', κι' ἀρρωσταίνεις
· Πρώτη ἀρχὴ τοῦ ἔρωτος
Ξέρετε ὅλοι σας, πολὺ καλά, ὅτι τὰ τραγούδια ποὺ παρουσιάζουμε ἀπόψε ὡς αἰγινήτικα ἔχουν πάψει νὰ ἀκούγονται στὴν Αἴγινα ἐδῶ καὶ πολὺ καιρό. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὄχι μόνον θὰ λησμονοῦνταν ἀλλὰ καὶ θὰ παρέμειναν ἐντελῶς ἄγνωστα σήμερα, ἂν δὲν ὑπῆρχαν ἐκεῖνοι οἱ ζηλωτὲς καὶ ρομαντικοὶ γιὰ τὴν ἐποχή τους ἐρευνητές, ποὺ φρόντισαν νὰ τὰ συλλέξουν καὶ νὰ ἐξασφαλίσουν ἔτσι τὴν ἐπιβίωσή τους, τὴ δυνατότητα νὰ συνεχιστεῖ ἡ παράδοση.
Ἐδῶ στὴν Αἴγινα ὅλοι γνωρίζουν, βέβαια, τὸ σχετικὸ ἔργο τῆς ἀείμνηστης Γωγῶς Κουλικούρδη· ἡ Γωγὼ Κουλικούρδη κατέλιπε (ἐκτὸς ὅλων τῶν ἄλλων) καὶ ἕνα ἀξιολογότατο μουσικο-λαογραφικὸ ὑλικό, ποὺ περιλαμβάνει καταγεγραμμένα κείμενα αἰγινήτικων δημοτικῶν τραγουδιῶν ἀλλὰ καὶ προσωπικές της ἠχογραφήσεις διάφορων σκοπῶν καὶ μελωδιῶν τοῦ τόπου μας. Ὅλο αὐτὸ τὸ ὑλικὸ μοῦ τὸ εἶχε ἐμπιστευτεῖ πρὶν πεθάνει, γιὰ νὰ τὸ ἑτοιμάσω γιὰ ἔκδοση, φροντίζοντας παράλληλα καὶ γιὰ τὴ μουσικὴ καταγραφὴ τῶν ἠχογραφημένων μαρτυριῶν ποὺ εἶχε συλλέξει· δουλεύω ἤδη ἀπὸ καιρὸ πάνω σ' αὐτὸ καὶ ἐλπίζω σύντομα νὰ ἑτοιμαστεῖ ἡ σχετικὴ ἔκδοση.
Ἀκόμη πιὸ γνωστὴ εἶναι καὶ ἡ σχετικὴ δραστηριότητα τοῦ Μάρκου Δραγούμη, ὁ ὁποῖος εἶχε παλαιότερα ἐπιμεληθεῖ τὴν ἔκδοση τοῦ διπλοῦ δίσκου βινυλίου ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ. Διατηρεῖ καὶ ὁ ἴδιος πλούσιο προσωπικὸ ἀρχεῖο μὲ ἠχογραφήσεις καὶ ἄλλο μουσικο-λαογραφικὸ ὑλικὸ τῆς Αἴγινας, καὶ ἔχει κατὰ καιροὺς γράψει καὶ δημοσιεύσει σημαντικὲς μαρτυρίες γιὰ τὰ δημοτικὰ τραγούδια τῆς Αἴγινας. Ἀπ' ὅσο ξέρω, αὐτὴ τὴν περίοδο ὁ ἀγαπητὸς καὶ ἀκαταπόνητος κ. Μᾶρκος Δραγούμης ἑτοιμάζει πυρετωδῶς τὴν ἔκδοση ἑνὸς ἀπὸ χρόνια ἀναμενόμενου βιβλίου γιὰ τὰ τραγούδια τῆς Αἴγινας, ἑνὸς βιβλίου ποὺ τὸ εἰδικὸ καὶ μὴ ἀναγνωστικὸ κοινὸ περιμένει μὲ εὔλογο ἐνδιαφέρον.
Λιγότερο γνωστὴ σὲ ὅλους μας εἶναι, πάντως, μιὰ ἄλλη σπουδαία συμβολὴ στὰ τῆς λαϊκῆς μουσικῆς παράδοσης τῆς Αἴγινας, δηλαδὴ ἡ σχετικὴ δραστηριότητα τῆς μακαριστῆς Δέσποινας Μαζαράκη· πρόκειται γιὰ μιὰ δραστηριότητα ποὺ φέτος, μάλιστα, κλείνει μιὰ σημαντικὴ ἐπέτειο 50 χρόνων, ἐφόσον ἡ Μαζαράκη δούλεψε καὶ ἠχογράφησε τραγούδια στὴν Αἴγινα τὸ καλοκαίρι τοῦ 1956. Μεταξὺ ὅλου τοῦ ἄλλου ὀγκώδους ἀρχείου ἀπὸ τὴ δουλειὰ τῆς Μαζαράκη, ἀρχείου τὸ ὁποῖο διασώζεται σήμερα στὸ Μουσικὸ Λαογραφικὸ Ἀρχεῖο τοῦ Κέντρου Μικρασιατικῶν Σπουδῶν (καὶ ἀντίγραφα τοῦ ὁποίου μοῦ ἔχει παραχωρήσει, εὐγενῶς, ὁ διευθυντής του κ. Μᾶρκος Δραγούμης), ἀνάμεσα -λέω- στὰ κατάλοιπα τῆς Μαζαράκη ὑπάρχει καὶ ἕνα πολὺ ἐνδιαφέρον Δελτίο Κίνησης στὴν Αἴγινα, ἕνα εἶδος ἡμερολογίου ποὺ κράτησε ἡ ἴδια γιὰ τὸ διάστημα ἀπὸ 1ης Αὐγούστου ἕως 24ης Σεπτεμβρίου 1956, ὅπου δούλεψε στὸ νησί. Ἐπειδὴ σ' αὐτὸ τὸ Δελτίο καταγράφονται ἀπόλυτα χαρακτηριστικὰ περιστατικὰ γιὰ τὸν τρόπο ποὺ ἡ Μαζαράκη συνέλεξε τὰ αἰγινήτικα τραγούδια (πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα σᾶς παρουσιάζουμε σήμερα) καὶ μαζὶ παρέχονται καὶ ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες γιὰ ἀνθρώπινες συμπεριφορὲς Αἰγινητῶν ἢ γιὰ γενικότερες καταστάσεις στὴν Αἴγινα, πρὶν ἀπὸ 50 ἀκριβῶς χρόνια, σκέφτηκα ὅτι θὰ ἦταν γοητευτικὸ νὰ μοιραστῶ ἀπόψε μαζί σας ὁρισμένα ἐνδεικτικὰ (καὶ κατὰ τυχαία σειρὰ ἐπιλεγμένα) ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο κείμενο:
· Καί, πρῶτ' ἀπ' ὅλα, τὸ προοίμιο:
Τὴν 1η Αὐγούστου 1956, ἐγκατασταθήκαμε στὴν Αἴγινα. Αὐτὴ τὴ φορὰ νοικιάσαμε σπίτι κοντὰ στὴ Παναγίτσα, μέσα στὴ Πόλη. Σ' αὐτὴ τὴν περιοχὴ ἡ Αἴγινα εἶναι πολὺ ζεστή. Τὸ σπίτι ὅμως παρουσίαζε τοῦτα τὰ προσόντα: Ἦταν τὸ πιὸ κοντινὸ ποὺ μπορέσαμε νὰ βροῦμε στὸ σπίτι τῆς κυρὰ Δήμητρας Μπέση, μητέρας τῆς φίλης μου Εὐδοκίας Σαπουνάκη, Πειραιώτισσας δικηγορίνας. Ἔτσι εἶχα δίπλα μου ἀνθρώπους δικούς μας, ντόπιους, γνωστοὺς σ' ὅλους τοὺς Αἰγινῆτες. Ἦταν ἀκόμα τὸ κοντινότερο ποὺ βρήκαμε πρὸς τὴν ἀγορά, ὅπου εἶναι καὶ τὸ στέκι τῶν ἀμαξιῶν καὶ αὐτοκινήτων ταξί, ποὺ θὰ μὲ διευκόλυναν στὰ πήγαινε ἔλα. Κοντὰ ἀκόμη ἦταν τὸ σπίτι τοῦ δικηγόρου Μαΐλλη, γόνου μιᾶς ἀπὸ τὶς παλιὲς καὶ γνωστὲς Αἰγινήτικες οἰκογένειες. Τελικὰ ὅμως ἐκεῖνο ποὺ βοήθησε πολύ, ἦταν ἡ στενὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ κυρὰ Δήμητρα, πού, ἐπειδὴ γνώριζε ὅλη τὴ γειτονιά, βοήθησε στὸ νὰ λαλήσουν οἱ Αἰγινῆτες, ποὺ εἶναι κατὰ τὰ ἄλλα πολὺ δύσκολοι.
· Στή συνέχεια, διεκτραγώδηση κάποιας ἀπὸ τὶς πολλὲς δυσκολίες ποὺ συνάντησε:
Στὶς 21 Αὐγούστου, πῆγα στῆς Σαβούραινας. Εἶναι μιὰ γριὰ γυναίκα πολὺ φτωχὴ ποὺ ζῆ ὁλομόναχη. Ὑποφέρει ἀπὸ "ἄσμα", καὶ κακοήθη γκρίνια. Ἅμα τῆς ἐμίλησα περὶ ἄσματος (τραγουδιοῦ), ἄρχισε ἐκείνη περὶ τοῦ δικοῦ της "ἄσματος". Τὴν κατάφερα τελικὰ κάτι νὰ μοῦ τραγουδήσει. Ὅταν τῆς εἶπα νὰ μοῦ πεῖ τὰ λόγια ἐξανέστη. "Μὰ μὲ κοροϊδεύεις; δὲ τὰ πῆρες πέρσυ; Βάλθηκες νὰ μὲ ξεκάνεις μὲ τὰ τραγούδια σου; Ἄσε με τώρα. Ἔχω νὰ ταΐσω τὴν κατσίκα". Σηκώθηκα γιὰ νὰ φύγω, καὶ τῆς εἶπα ἂν θὰ θελήσει να' ρθεῖ στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ μᾶς τραγουδήσει. Ποιός εἶδε τὸ Θεὸ καὶ δὲ φοβήθηκε. "Ἐγὼ γριὰ γυναίκα ἄρρωστη, τί δουλειὰ ἔχω μὲ τὰ τραγούδια; Ἐγὼ νὰ μπῶ σὲ βαπόρι; Θὰ πεθάνω στὸ δρόμο. Ἄσε με κορίτσι μου καὶ περιμένει ἡ κατσίκα". Ἀναγκάστηκα λοιπὸν νὰ παραχωρήσω τὴ θέση μου στὴν κατσίκα, καὶ ἔφυγα συναποκομίζουσα 3 μελωδίες, χωρὶς κείμενα ὅμως.
· Σὲ ἄλλο σημεῖο, καταγράφεται μιὰ πολὺ ἐνδιαφέρουσα ἀναφορὰ στὸ πανηγύρι τοῦ Σταυροῦ, στὴν Παλιαχώρα:
Στὶς 14 Σεπτεμβρίου, μέρα τοῦ Σταυροῦ, ἦταν τὸ πανηγύρι στὸ Σταυρό -ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι, κοντὰ στὸ γυναικεῖο Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Σταυρὸς εἶναι κοντὰ στὸν Κουρέντη, τὸ πηγάδι ποὺ προμήθευε τὴν Παλιαχώρα νερό. Εἶναι σὲ μιὰ μικρὴ χαράδρα, δίπλα στὸ βουνὸ τῆς Παλιαχώρας [...] Πήραμε ἕνα αὐτοκίνητο καὶ πήγαμε [...] ὡς τὸ Σταυρό [...] Στὸ περιαύλιο τῆς ἐκκλησίας ἦταν ἐκτεθειμένα ὅλα τὰ σχετικὰ ἐμπορεύματα, τὸ σχετικὸ καφενεῖο κλπ. Ρώτησα γιὰ τὰ ὄργανα, ἦταν λέει, τὰ Μεσαγρήτικα. Βγαίνω ὄξω, βλέπω ἕνα βιολί. Τὸν πλησιάζω, τοῦ πιάνω κουβέντα. Ἦταν Πειραιώτης. Εἶχαν ἔρθει μὲ βιολί, κιθάρα, ἀκορντεὸν καὶ λαοῦτο. "Πάει, λέω, τὴν πάθαμε". "Ποῦ εἶναι τὰ Μεσαγρήτικα;" ρωτάω τὴ κυρὰ Λένη, ποὺ ἦταν ἐκεῖ. "Κάτω στὸν Κουρέντη". Κατεβαίνει ὁ Πέτρος στὸν Κουρέντη, δὲν εἶχε ἐκεῖ οὔτε ὄργανα οὔτε κόσμο. Στὸ ἀναμεταξὺ ἄρχισε νὰ ψιλοβρέχει. Καμμιὰ φορά, τριγυρίζοντας, σκονρτάφτω πάνω σ' ἕνα σαντοῦρι. "Ποιανοῦ εἶναι αὐτό;" "Τοῦ Καρονίτη". Ἔτσι, λοιπόν, βρήκαμε τοὺς Μεσαγρίτες ὀργανοπαῖχτες ζαρωμένους σὲ μιὰ γωνιὰ νὰ παρακολουθοῦν τοὺς Πειραιῶτες, ποὺ ἄρχιζαν νὰ τοὺς πέρνουν τὴν πελατεία. Ἔπιασα κουβέντα μὲ τὸν Λιάτσο, τὸ βιολί. Γρήγορα γνώρισα καὶ τοὺς ἄλλους. Ἦταν συμπαθεστατοι· ὁ καθένας καὶ δικός του τύπος. Ὁ τρόπος τῆς συνεργασίας τους καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς δουλειᾶς τους ἦταν χαρὰ Θεοῦ. "Δὲν εἶναι ντροπή, τοὺς λέω, ν' ἀφήνετε ξένους νὰ σᾶς παίρνουν τὴ δουλειὰ μέσα ἀπὸ τὰ χέρια σας, μέσα στὸν ἴδιο σας τὸν τόπο;" -"Ἔμ!, μοῦ λέει, τί νὰ κάνουμε;" -"Νὰ βγάλετε τὰ ὄργανα καὶ ν' ἀρχίσετε νὰ παίζετε". -"Βρέ, Λιάτσο, δίκιο ἔχει ἡ γυναίκα", λέει ὁ Καρονίτης. Ἄρχισαν λοιπὸν τὸ κούρντισμα καὶ σὲ λίγο κάναμε τὴν ἀρχή. Τοὺς παραγγείλαμε δυὸ χοροὺς καὶ τὸ γλέντι στρώθηκε. Σιγὰ σιγὰ ἀρχίσαμε νὰ τραβᾶμε τὸν κόσμο πρὸς τὸ μέρος μας.
Ἡ Μαζαράκη περιγράφει ἐδῶ τὴν περίφημη ζυγιὰ τοῦ Μεσαγροῦ, δηλαδή· Ἠλίας Χαλδαῖος βιολί, Δημήτρης Λορέντζος (ἢ Καρονίτης) σαντοῦρι καὶ Μανόλης Λεούσης λαοῦτο καὶ φωνή. Στὴ Μαζαράκη ὀφείλουμε τὴν ἠχογράφηση αὐτῆς τῆς κομπανίας, ποὺ ἦταν ἀπὸ τὶς καλύτερες στὸ νησί. Πράγματι, μᾶς ἔχουν δώσει ὁρισμένα ἀπὸ τὰ καλύτερα καὶ πιὸ χαρακτηριστικὰ τραγούδια τῆς Αἴγινας (ποὺ σᾶς παρουσιάζουμε καὶ ἀπόψε), ὅπως -γιὰ παράδειγμα- Τῆς Παλιαχώρας τὸ βουνὸ ἢ Ἀηδόνια καὶ παγώνια. Εἰδικὰ ὁ Καρονίτης (ποὺ ἔπαιζε καταπληκτικὸ σαντοῦρι) ἔχει ἠχογραφήσει καὶ ἕνα περιπαθέστατο ἀμανὲ (ποὺ τὸν τραγουδᾶ ὁ ἴδιος αὐτοσυνοδευόμενος μὲ τὸ σαντοῦρι του), πάνω στὸ μακὰμ σαμπὰ καὶ στὸ ἀκόλουθο δίστιχο δεκαπεντασύλλαβο·
Τὴν περιπλέον μου ζωὴ τὴν πέρασα μὲ πάθη,
γιατὶ μικρὸς δὲν ἤκουγα καὶ ἔπεφτα σὲ λάθη.
Τὸν ἀμανὲ αὐτὸν ἔχει ξεσηκώσει θαυμάσια ὁ ἀδελφός μου ὁ Νίκος, ποὺ θὰ μᾶς τὸν τραγουδήσει τώρα μὲ τὴ συνοδεία τοῦ σαντουριοῦ ποὺ παίζει (συναγωνιζόμενη ἐφάμιλλα τὸν Καρονίτη) ἡ Στέλλα Βαλάση.
· Τὴν περιπλέον μου ζωή
· Μαυροκαλοῦσα θάλασσα
· Μιὰ πέρδικα καυχήστηκε
· Ἕνα μικρὸ τουρκόπουλο
Συνεχίζω τὴν ἀνάγνωση ὁρισμένων παραθεμάτων ἀπὸ τὸ Δελτίο κίνησης στὴν Αἴγινα τῆς Δέσποινας Μαζαράκη:
· Ἀκοῦστε τὴν περιγραφὴ μιᾶς ἀπὸ τὶς τότε (πρὸ πεντηκονταετίας) δυσκολίες τῆς ζωῆς τῶν κατοίκων τῆς Αἴγινας:
Στὶς 15 Σεπτεμβρίου τὸ πρωί [...] σκεφτήκαμε νὰ πᾶμε στὴν κυρὰ Λένη τὴ φιλενάδα μου, ποὺ ἦταν πάντα βολική. Ὅταν ὅμως πήγαμε ἐκεῖ, τὴν βρήκαμε νὰ ἔχει μπουγάδα. Ἦταν ἡ μέρα τοῦ νεροῦ. - Ἡ Αἴγινα δὲν ἔχει νερὸ τρεχούμενο. Κάθε σπίτι ἔχει μιὰ βρύση στὴν αὐλή του, ποὺ τρέχει κάθε μέρα 1-2 ὧρες ὁρισμένες. Συνήθως τὸ νερὸ ποὺ τρέχει εἶναι γλυφό. Μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα τρέχει νερὸ κατάλληλο γιὰ πιόσιμο καὶ σαπούνισμα. Ἐκείνη τὴ μέρα ὅλοι οἱ Αἰγινῆτες κάνουν τὶς μπουγάδες τους. Τὶς ἄλλες μέρες τὸ πιόσιμο νερό, καθὼς καὶ νερὸ γιὰ σαπούνισμα, τ' ἀγοράζουν μὲ τενεκέδες (1 δρχ. ὁ τενεκές) ἀπὸ τὸν νερουλᾶ. Ἔτσι φύγαμε κι' ἀπὸ κεῖ ἄπρακτοι.
· Ὁρίστε καὶ μιὰ εὐτράπελη διήγηση:
Στὶς 17 Σεπτεμβρίου, πήγαμε ἀπὸ τὸ πρωὶ στὸ Φάρο. Τραβήξαμε γιὰ τοῦ μπάρμπα Πανάγου. Μᾶς εἰδοποίησαν ὅτι ἀπὸ τὴ προηγούμενη ὁ μπάρμπα Πανάγος τὰ εἶχε κοπανίσει. Πῆρε κι' ἕνα χαλασμένο μπουζούκι κι' ἐθεάθη στὴ γειτονιὰ μονολογώντας: "αὔριο θὰ τραγουδήσω στὴν κυρὰ Δέσποινα". Προετοιμάστηκε μ' ἄλλους λόγους, ψυχικῶς καὶ φωνητικῶς. Φαίνεται ὅμως, ὅτι τὰ παράπιε, κι' ἐπειδὴ φοβόνταν τὴ γκρίνια τῆς γυναίκας του, πῆγε καὶ κοιμήθηκε στῆς μαμᾶς του (ὁ μπάρμπα Πανάγος εἶναι 65 χρονῶ). Ὅταν πήγαμε, βρήκαμε τὴν κυρὰ Ρήνη συνοφρυωμένη, καὶ τὸν μπάρμπα Πανάγο ἄφαντο. Μιὰ κοπέλα δικιά μας, ἀνέλαβε νὰ τὸν βρεῖ. Πῆρε 1/2 ὀκᾶ κρασί, καὶ σὲ λίγο τοὺς εἴδαμε ἀπὸ μακρυὰ νὰ καταφτάνουν. Ἡ κοπέλα μπροστὰ κρατώντας τὴ μπουκάλα καὶ σέρνοντας ἕνα καροτσάκι γεμᾶτο μῆλα, ποὺ ὁ μπάρμπα Πανάγος παρὰ τὸ μεθύσι του, εἶχε μαζέψει γιὰ νὰ ἐξευμενίσει τὴ κυρὰ Ρήνη, τὴ γυναίκα του. Μόλις φτάνουν, ἀρχίζει τ' ἀστεῖα. Φτιάξαμε τέλος πάντων τὸ μηχάνημα [...] καὶ ἄρχισε ἡ φωνοληψία. Μᾶς εἶπε μερικὰ τραγούδια..
· Ἄλλη, μακροσκελῆ, ἀφήγηση ἀφιερώνει ἡ Μαζαράκη στοὺς δύο ἑπόμενους πρωταγωνιστές:
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωί, 19 Σεπτεμβρίου, ξεκινήσαμε γιὰ τὸν καπετὰν Βαγγελάκη -ἔμενε δίπλα στὸ σπίτι μας. Πῆγα ἐγὼ πρῶτα νὰ δῶ τὶς διαθέσεις του [...] Ρώτησα: "Τί γίνεται, θὰ μᾶς πεῖς τίποτα καπετὰν Βαγγελάκη;" -" Ἔ, ὅλο καὶ κάτι θὰ γίνει" [...] Ὁ καπετὰν Βαγγελάκης ἦταν εὐγενέστατος. Μᾶς ἔδειξε, τὸ καμάρι του, τὰ κάντρα του δηλ[αδή]. Εἶχε φωτογραφίες τῆς Κασσιανῆς, τῆς τράτας του, εἶχε φωτογραφίες τοῦ τσούρμου του τὴν ὥρα ποὺ δούλευαν τὴν τράτα (σέρνουν τὰ δύχτια μὲ τὸν κρόκο), εἶχε φωτογραφία τοῦ πατέρα του μὲ σαλβάρια, καὶ τῆς μάνας του μὲ στολή. Τὰ βγάλαμε στὴν αὐλὴ καὶ τὰ φωτογραφήσαμε. Ἡ γυναίκα του μᾶς ἔδειξε τὶς γλάστρες της. Ὅλα πήγαιναν περίφημα, ἀλλὰ γιὰ τραγούδι οὔτε λόγος. Καμμιὰ φορὰ ἔθιξα τὸ ἐπίμαχο ζήτημα. Ἀνένδοτος ὁ καπετὰν Βαγγελάκης. "Δὲ τὰ θυμᾶμαι"- "Μπᾶς καὶ δὲ ξέρεις καπετὰν Βαγγελάκη;" -"Ἐγὼ δὲ ξέρω! 50 χρόνια καπετάνιος καὶ δὲ ξέρω" -""Ἔ, πές μας τότε κανένα" -" Τὰ ξεχνάω". Βάζουμε τὴ γυναίκα του νὰ τραγουδήσει. Εἶπε ἕνα ἀποκριάτικο, σὲ μελωδία ποὺ δὲν εἴχαμε μαγνητοφωνήσει καὶ ποὺ ἄκουγα γιὰ πρώτη φορά. Στήνουμε τὸ μηχάνημα, τὸ ἀρχίζει πάνω σ' ἄλλο σκοπό, ἀπ' αὐτοὺς ποὺ πήραμε. Χάνει καὶ τὰ λόγια. Στὸ ἀναμεταξύ, μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ἦρθε στὸ σπίτι ὁ Μπακαλιάρος νὰ τραγουδήσει. Ὁ Μπακαλιάρος ἦταν ἕνας γείτονας τυφλὸς μὲ βροντοδεστάτη φωνή, ποὺ ἔρχονταν τρεῖς μέρες κατὰ συνέχειαν ζητώντας νὰ τραγουδήσει. Τὸ πραγματικό του ὄνομα ἦταν Μῆτσος Στρατηγός. Μπακαλιάρος ἦταν τὸ παραβγόλι του. Τοῦ λέμε να' ρθεῖ στοῦ καπετὰν Βαγγελάκη, δὲν ἤθελε. Δὲν τάχε, λέει, καλὰ μαζύ του. Αὐτὸ βέβαια ἔπρεπε νὰ τὸ σκεφτῶ ἀπὸ μόνη μου. Ποῦ ἀκούστηκε ἕνας μπακαλιάρος, καὶ μάλιστα καλοθρεμένος, νὰ τάχε καλὰ καὶ νὰ δεχτεῖ νὰ ἔρθει στὸ σπίτι τοῦ ψαρᾶ; Πολὺ φυσικὸ ἦταν νὰ μὴν ἔχουν καλὲς σχέσεις. Παρ' ὅλες τὶς προσκλήσεις ποὺ τοῦ ἔκανε ἡ κόρη τοῦ καπετὰν Βαγγελάκη, ὁ Μπακαλιάρος οὔτε ζύγωσε. Καμμιὰ φορὰ πείθουμε τὸν καπετὰν Βαγγελάκη νὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ τοποθετήσουμε τὸ μικρόφωνο μπροστά του. Νάχεις βόγα ἀπὸ γέρο καπετάνιο, ποὔφαγε 50 χρόνια τῆς ζωῆς του στὴν τράτα δὲν ἦταν καὶ μικρὴ δουλειά! Ὁ καπετὰν Βαγγελάκης ὅμως ὑπέστη καὶ τὴ δοκιμασία τοῦ μικροφώνου ἡρωϊκῶς χωρὶς νὰ καμφθεῖ καθόλου. Τελικὰ ἀποφασίσαμε νὰ βγοῦμε ὅλοι ἀπὸ τὸ δωμάτιο, νὰ τὸν ἀφήσουμε μόνο μήπως καὶ λυθεῖ ἡ λαλιά του. Βγήκαμε (ἡ γυναίκα του, ἡ κόρη του κι' ἐγὼ) στὴν αὐλή, κοντὰ στὸν [ἠχολήπτη] ποὺ ἦταν ἕτοιμος μὲ τ' ἀκουστικὰ καὶ περίμενε. Περιμένουμε 5 λεπτά, 10 λεπτά τίποτα. Γιὰ μιὰ στιγμὴ μᾶς κάνει νόημα ὁ [ἠχολήπτης] ὅτι κάτι ἀκούει. Περιμένουμε, πάλι τίποτα. Μπαίνουμε στὸ δωμάτιο καὶ βρίσκουμε τὸν καπετὰν Βαγγελάκη καθισμένο μπροστὰ στὸ μικρόφωνο νὰ μασουλάει ἥσυχα ἥσυχα ψωμὶ καὶ σταφύλια. Στ' ἀναμεταξὺ ἄρχισε ν' ἀνησυχεῖ ὁ Μπακαλιάρος καὶ ἔτσι φύγαμε ἄπρακτοι. Στὸ σπίτι μᾶς περίμενε ἄλλη δοκιμασία. Ὁ Μπακαλιάρος, ὁ ὁποῖος παρήγγειλε νὰ τοὔχουμε κρασὶ γιὰ νὰ τραγουδήσει εἶχε γίνει ὁμιλητικότατος. Ἡ φωνή του βροντοῦσε σὰν τρουμπέτα. Ἑτοιμάσαμε τὰ σύνεργα, ἔγραψα τὰ κείμενα, καὶ ἀρχίζουμε. Τί ἦταν ἐκεῖνο; Πραγματικὰ σοῦ θύμιζε σύγκρουση βαγονιῶν γεμάτων μὲ ἄδειους τενεκέδες καὶ γουρούνια. Εἴπαμε βέβαια νὰ μὴ τὸν κακοκαρδίσουμε τυφλὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ πάλι ποὺ νὰ φανταστοῦμε αὐτὸ τὸ τέμπρο τῆς φωνῆς! Ευτυχῶς δὲν ἤξερε παρὰ μόνο δυὸ τραγούδια, κι' ἔτσι γλυτώσαμε τὴ μουσική.
· Καὶ ἐπιτρέψτε μου νὰ τερματίσω τὴν ἀνάγνωση τῶν σχετικῶν παραθεμάτων τοῦ ἡμερολογίου τῆς Μαζαράκη μὲ μιὰ καταγεγραμμένη ἀναφορὰ σὲ μέλη τῆς οἰκογένειάς μου:
Στὶς 17 Αὐγούστου, πῆγα καὶ γνώρισα τὴ κυρὰ Φιλιὼ Λάμπρου. Εἶναι ἡ προσωποποίηση τῆς καλωσύνης. Πρόθυμη νὰ βοηθήσει ὅποιον νἆναι, γιὰ ὅ,τι περνάει ἀπὸ τὸ χέρι της. Ὁ ἄντρας της, καπετάνιος, τὴν ἐρωτεύθηκε γιὰ τὴ φωνή της καὶ τὴν πῆρε. Τώρα βέβαια ἡ φωνή της ἔσπασε. Ὡστόσο τ' ἀποκριάτικα ποὺ ἔχουν στρωτὴ μελωδία, τὰ λέει ὄμορφα καὶ μὲ πολὺ γνήσιο ὕφος. Στὴ θέση της τώρα τραγουδάει ἡ κόρη της Στέλλα, μιὰ πολὺ νόστιμη κοπελίτσα ὡς 30 χρονῶ, μητέρα 3 παιδιῶν (τὸ μεγαλύτερο εἶναι 14 χρονῶν), καὶ ποὺ πραγματικὰ ἡ φωνή της σὲ γοητεύει. Ἡ Στέλλα Μουρίκη μᾶς τραγούδησε, κρυφὰ ἀπὸ τὸν ἄντρα της, ποὺ πολὺ διακιολογημένα τὴ ζηλεύει, (καθὼς κατάλαβα), καὶ παντοῦ τὴ γράψαμε, καὶ ἐπιμένει νὰ τὴ γράφουμε, ὡς Λάμπρου, γιὰ νὰ μὴν ἔχει φασαρίες. Κι' ἡ Στέλλα ξέρει πολλὰ τραγούδια. Τὰ ἔμαθε ἀπὸ τὴ μητέρα της. Ἡ μητέρα της πάλι τὰ ξέρει ἀπὸ τὴ θεία της, τὴ γριὰ μυλωνοῦ στὴ Πέρδικα. Μάνα καὶ κόρη ἄρχισαν νὰ τραγουδοῦν τραγούδια, καὶ νὰ μὴ σταματοῦν. Δὲν προλάβαινα οὔτε νὰ τὰ σημειώσω. Κλαιγόμουνα ποὺ δὲν εἶχα μηχάνημα νὰ τὰ προλάβω. Ὡστόσο ὅλο καὶ κάτι ἔγραψα.
· Καὶ ἀλλοῦ:
[...] κανεὶς ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἀπογοητεύεται. Μόλις γυρίσαμε μᾶς παρέλαβε ἡ σπιτονοικοκυρά μου. " Ἐλᾶτε θὰ σᾶς πάω σὲ μιὰ φίλη μου, ποὺ ξέρει μανέδες". Πήγαμε περσότερο γιατὶ φοβηθήκαμε μὴ μᾶς κάνει φασαρίες. Σταθήκαμε ὅμως πολὺ τυχεροί, γιατὶ μᾶς πῆγε στῆς κυρὰ Βάσως Χαλδαιάκη, ἀδερφῆς τῆς κυρὰ Φιλιῶς. Γρήγορα μαζεύτηκαν ἐκεῖ ὁ Τάσος, ὁ γιὸς τῆς κυρὰ Φιλιῶς καὶ εἰδοποιήσαμε καὶ τὴ Στέλλα, τὴν κόρη της. Ἔτσι ἐκεῖνο τὸ βράδυ, πραγματοποιήσαμε μιὰ ἀπὸ τὶς καλύτερες, ἴσως τὴν καλύτερη φωνοληψία μας. Πήραμε 15 τραγούδια. Ἀποδείχτηκε ἀκόμα, ὅτι μὲ τοὺς Αἰγινῆτες πρέπει νἄχεις καιρὸ καὶ ὑπομονή, νὰ τοὺς πετύχεις πάνω στὰ κέφια τους. Ἀλλοιῶς δὲ γίνεται δουλειά. Ὅσες φορὲς ὀργανώσαμε κάτι, δὲ καταφέραμε παρὰ λίγα πράματα. Ὅσες φορὲς γίνηκε αὐθόρμητα ἡ συγκέντρωση, τότε πετύχαμε ὡραῖες φωνοληψίες.
Ἐπιτρέψτε μου, στὸ σημεῖο αὐτό, νὰ σᾶς τραγουδήσω ἕναν ἀμανὲ ἀπ' αὐτοὺς ποὺ ἔλεγε ἡ γιαγιά μου, Βασιλικὴ Χαλδαιάκη· ἀφιερωμένο στὴ μνήμη της...
· Τὴ θάλασσα τὴν ἁρμυρὴ ἀέρας τὴν ταράζει
· Ἀηδόνια καὶ παγώνια
· Μαῦρο γεμενί