Ἰδιαίτερα εὐτυχὴς εἶναι ἡ ἀποψινὴ συγκυρία, ὅπου κατὰ τὴν προπασχάλια μουσικὴ ἐκδήλωση ποὺ διοργανώνει κατ’ ἔτος ὁ Φιλολογικὸς Σύλλογος Παρνασσὸς ἀποφασίστηκε νὰ τιμηθεῖ, γιὰ τὸ ἔργο του καὶ τὴν πολυσχιδῆ καλλιτεχνικὴ δημιουργία του, ἕνας ξεχωριστὸς ἄνθρωπος∙ ἕνας καλλίφωνος πρωτοψάλτης, ἕνας δάσκαλος τῆς ψαλτικῆς, ἕνας χοράρχης καταξιωμένου χοροῦ ψαλτῶν, ἕνας συγγραφέας καὶ ἐκδότης πλήθους μουσικῶν βιβλίων, ὁ κύριος Παῦλος Φορτωμᾶς.
Θὰ ἐπιμείνω, προοιμιακά, σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπισημανθεῖσες ἰδιότητες τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ, ἐκείνη τοῦ ψάλτη. Διότι ὁ Παῦλος Φορτωμᾶς εἶναι, πρωτίστως, ψάλτης, καθὼς ἐπισημαίνεται καὶ σὲ βραχὺ βιογραφικὸ σημείωμά του (ποὺ προτάσσεται πάντοτε σ’ ὅσα μουσικὰ βιβλία ἐξέδωσε), ἀπ’ τὸ ὁποῖο καὶ διαβάζω: «Ὁ Παῦλος Φορτωμᾶς γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα. Ὁ πατέρας του Εὐάγγελος, ποὺ ἦταν καὶ ἐκεῖνος ψάλτης, τοῦ δίδαξε μὲ ἐπιμονή, ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του, τὰ πρακτικὰ μαθήματα τῆς ψαλτικῆς, ὅπως ὁ ἴδιος τὰ εἶχε βιώσει, γεννημένος στὸν Πύργο τῆς Τήνου καὶ μεγαλωμένος στὴ Σμύρνη. Ἀπὸ τὰ ἐννέα του χρόνια ἀρχίζει νὰ διδάσκεται συστηματικὰ τὴ Βυζαντινὴ Μουσικὴ Τέχνη ἀπὸ τὸν Ἄρχοντα Μουσικοδιδάσκαλο τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως Θεοδόσιο Γεωργιάδη. Ἀργότερα, μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση αὐτῆς τῆς πολύχρονης μαθητείας, συνεχίζοντας τὶς σπουδές του, φοιτᾶ στὸ Ὠδεῖο Ἀθηνῶν, μὲ καθηγητές του τὸν Σπυρίδωνα Περιστέρη καὶ τὸν Ἰωάννη Μαργαζιώτη. Ἡ δίψα του, ὅμως, γιὰ τὰ βαθύτερα μυστικὰ τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, τὸν ὁδηγεῖ κοντὰ στὸν ἐπὶ πολλὰ χρόνια Ἄρχοντα Πρωτοψάλτη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Θρασύβουλο Στανίτσα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο διδάσκεται καὶ μὲ τὸν ὁποῖο συνεργάζεται γιὰ ὅλα τὰ κατοπινὰ χρόνια».
Οἱ ψάλτες εἶναι μιὰ χαριτωμένη, ἰδιαίτερη καὶ ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα, κατηγορία μουσικῶν, ποὺ μὲ ἀφετηρία τὴ βυζαντινὴ ἐποχὴ δραστηριοποιοῦνται ὣς καὶ σήμερα στὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον. Στὸ ὑπάρχον πηγαῖο σχετικὸ ὑλικό, ἱστορικο-φιλολογικὸ ἀλλὰ καὶ ἐξειδικευμένο μουσικολογικό, σκιαγραφοῦνται μὲ ἐξίσου χαριτωμένο τρόπο, ἀλλὰ καὶ περιγράφονται μὲ ἄκρως διασαφητικὲς παρατηρήσεις, ποὺ ἀναμφίβολα ἔχουν διαχρονικὴ ἰσχύ. Ἂς ἐπιτραπεῖ ἐδῶ, μὲ τὴν καλὴ ἀφορμὴ ποὺ μᾶς δίνει ἡ μορφὴ τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ, νὰ σᾶς μεταφέρω ὅσα (γύρω στὸ ἔτος 1500) ἔλεγε γιὰ τοὺς ψάλτες (μάλιστα μὲ χαρακτηριστικὸ ἔμμετρο λόγο) ἕνας Κρητικὸς δάσκαλος τῆς ψαλτικῆς, ὁ Ἀκάκιος Χαλκεόπουλος∙ αὐτός, ἔγραψε ἕνα ἰδιότυπο –ἀλλὰ πολὺ ἐνδιαφέρον– Θεωρητικό, στὴν ἀρχὴ τοῦ ὁποίου ἀναφέρεται στοὺς ψάλτες, ὡς ἑξῆς (βλ. καὶ Εὐαγγελίας Χ. Σπυράκου, Οἱ χοροὶ ψαλτῶν κατὰ τὴν βυζαντινὴ παράδοση, Ἀθήνα 2008, σσ. 131-132):
Πρῶτα, περιγράφει τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατεῖ συνήθως στὰ ψαλτικὰ ἀναλόγια, μιὰν κατάσταση στὴν ὁποία θὰ ἀναγνωρίσετε –ἀμέσως– πολλὰ κοινὰ σημεῖα μὲ τὴν τρέχουσα πραγματικότητα:
… νὰ ψάλλῃ
σεμνά, ν’ ἀρέσει τοῦ Θεοῦ καὶ διπλασμῷ μὴ βάλῃ
νὰ ἀναγκάζῃ τῇ φωνῇ τἄχα νὰ τὸν παινέσουν
καὶ μὲ χαρὰ καὶ ἡδονὴ ψάλλει νὰ τὸν καλέσουν
καὶ ἄλλον περισσότερο πάσχει νὰ ταπεινώσῃ
τὸν ψάλτην τοῦ ἄλλου [τοῦ] χοροῦ θέλει νὰ τὸν μερώσῃ
μὲ ψαλτικὴ πολεμικὴ τὸν πόλεμον νὰ δώσῃ
ν’ ἀποφανῇ καλύτερος στὰ βάθη νὰ τὸν χώσῃ
καὶ οἱ ψάλτες νἆναι φθονεροὶ νὰ ἔχουν τὴ ζηλεία
ὅτε [δὲν] ψάλῃ ὁ χορὸς κάμνουν τὴν ἐμιλία
καὶ νὰ τ’ ἀκούγουν δὲν ‘ποροῦν διὰ τὴν μελῳδία
καὶ σφάζει τους ἀληθινὰ μέσα εἰς τὴν καρδία
καὶ δείχνουσι τὸ πὼς γελοῦν καὶ μέσα νὰ τοὺς καίγῃ
νὰ πρήσκετε καὶ ἡ χολὴ καὶ τὸ συκώτι φλέγει…
Θὰ ἐπιμείνω, προοιμιακά, σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπισημανθεῖσες ἰδιότητες τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ, ἐκείνη τοῦ ψάλτη. Διότι ὁ Παῦλος Φορτωμᾶς εἶναι, πρωτίστως, ψάλτης, καθὼς ἐπισημαίνεται καὶ σὲ βραχὺ βιογραφικὸ σημείωμά του (ποὺ προτάσσεται πάντοτε σ’ ὅσα μουσικὰ βιβλία ἐξέδωσε), ἀπ’ τὸ ὁποῖο καὶ διαβάζω: «Ὁ Παῦλος Φορτωμᾶς γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα. Ὁ πατέρας του Εὐάγγελος, ποὺ ἦταν καὶ ἐκεῖνος ψάλτης, τοῦ δίδαξε μὲ ἐπιμονή, ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του, τὰ πρακτικὰ μαθήματα τῆς ψαλτικῆς, ὅπως ὁ ἴδιος τὰ εἶχε βιώσει, γεννημένος στὸν Πύργο τῆς Τήνου καὶ μεγαλωμένος στὴ Σμύρνη. Ἀπὸ τὰ ἐννέα του χρόνια ἀρχίζει νὰ διδάσκεται συστηματικὰ τὴ Βυζαντινὴ Μουσικὴ Τέχνη ἀπὸ τὸν Ἄρχοντα Μουσικοδιδάσκαλο τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως Θεοδόσιο Γεωργιάδη. Ἀργότερα, μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση αὐτῆς τῆς πολύχρονης μαθητείας, συνεχίζοντας τὶς σπουδές του, φοιτᾶ στὸ Ὠδεῖο Ἀθηνῶν, μὲ καθηγητές του τὸν Σπυρίδωνα Περιστέρη καὶ τὸν Ἰωάννη Μαργαζιώτη. Ἡ δίψα του, ὅμως, γιὰ τὰ βαθύτερα μυστικὰ τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, τὸν ὁδηγεῖ κοντὰ στὸν ἐπὶ πολλὰ χρόνια Ἄρχοντα Πρωτοψάλτη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Θρασύβουλο Στανίτσα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο διδάσκεται καὶ μὲ τὸν ὁποῖο συνεργάζεται γιὰ ὅλα τὰ κατοπινὰ χρόνια».
Οἱ ψάλτες εἶναι μιὰ χαριτωμένη, ἰδιαίτερη καὶ ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα, κατηγορία μουσικῶν, ποὺ μὲ ἀφετηρία τὴ βυζαντινὴ ἐποχὴ δραστηριοποιοῦνται ὣς καὶ σήμερα στὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον. Στὸ ὑπάρχον πηγαῖο σχετικὸ ὑλικό, ἱστορικο-φιλολογικὸ ἀλλὰ καὶ ἐξειδικευμένο μουσικολογικό, σκιαγραφοῦνται μὲ ἐξίσου χαριτωμένο τρόπο, ἀλλὰ καὶ περιγράφονται μὲ ἄκρως διασαφητικὲς παρατηρήσεις, ποὺ ἀναμφίβολα ἔχουν διαχρονικὴ ἰσχύ. Ἂς ἐπιτραπεῖ ἐδῶ, μὲ τὴν καλὴ ἀφορμὴ ποὺ μᾶς δίνει ἡ μορφὴ τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ, νὰ σᾶς μεταφέρω ὅσα (γύρω στὸ ἔτος 1500) ἔλεγε γιὰ τοὺς ψάλτες (μάλιστα μὲ χαρακτηριστικὸ ἔμμετρο λόγο) ἕνας Κρητικὸς δάσκαλος τῆς ψαλτικῆς, ὁ Ἀκάκιος Χαλκεόπουλος∙ αὐτός, ἔγραψε ἕνα ἰδιότυπο –ἀλλὰ πολὺ ἐνδιαφέρον– Θεωρητικό, στὴν ἀρχὴ τοῦ ὁποίου ἀναφέρεται στοὺς ψάλτες, ὡς ἑξῆς (βλ. καὶ Εὐαγγελίας Χ. Σπυράκου, Οἱ χοροὶ ψαλτῶν κατὰ τὴν βυζαντινὴ παράδοση, Ἀθήνα 2008, σσ. 131-132):
Πρῶτα, περιγράφει τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατεῖ συνήθως στὰ ψαλτικὰ ἀναλόγια, μιὰν κατάσταση στὴν ὁποία θὰ ἀναγνωρίσετε –ἀμέσως– πολλὰ κοινὰ σημεῖα μὲ τὴν τρέχουσα πραγματικότητα:
… νὰ ψάλλῃ
σεμνά, ν’ ἀρέσει τοῦ Θεοῦ καὶ διπλασμῷ μὴ βάλῃ
νὰ ἀναγκάζῃ τῇ φωνῇ τἄχα νὰ τὸν παινέσουν
καὶ μὲ χαρὰ καὶ ἡδονὴ ψάλλει νὰ τὸν καλέσουν
καὶ ἄλλον περισσότερο πάσχει νὰ ταπεινώσῃ
τὸν ψάλτην τοῦ ἄλλου [τοῦ] χοροῦ θέλει νὰ τὸν μερώσῃ
μὲ ψαλτικὴ πολεμικὴ τὸν πόλεμον νὰ δώσῃ
ν’ ἀποφανῇ καλύτερος στὰ βάθη νὰ τὸν χώσῃ
καὶ οἱ ψάλτες νἆναι φθονεροὶ νὰ ἔχουν τὴ ζηλεία
ὅτε [δὲν] ψάλῃ ὁ χορὸς κάμνουν τὴν ἐμιλία
καὶ νὰ τ’ ἀκούγουν δὲν ‘ποροῦν διὰ τὴν μελῳδία
καὶ σφάζει τους ἀληθινὰ μέσα εἰς τὴν καρδία
καὶ δείχνουσι τὸ πὼς γελοῦν καὶ μέσα νὰ τοὺς καίγῃ
νὰ πρήσκετε καὶ ἡ χολὴ καὶ τὸ συκώτι φλέγει…
Μετά, σκιαγραφεῖ τὴν ἀντίστοιχη ἰδανικὴ κατάσταση, πῶς δηλαδὴ θὰ ἔπρεπε, σὲ μιὰν ἰδεατὴ ἐκδοχή τους, νὰ εἶναι οἱ ψάλτες, μιὰν κατάσταση (ἂς παρατηρήσω ἐδῶ, μὲ εὐτράπελη, ἀλλ’ ὄχι κακεντρεχῆ διάθεση) στὴν ὁποία δὲν θὰ ἀναγνωρίσετε εὔκολα κοινὰ σημεῖα μὲ τὴν τρέχουσα πραγματικότητα:
…λοιπὸν γροικῶ [αὐτὸ τὸ] φέρσιμο θέλει νὰ τὸ ἀφήσῃ
νὰ δράμει πρὸς τὸν Κύριον καὶ τώρα νὰ τ’ ἀρχίσῃ
νὰ βάλῃ φρόνεσιν Θεοῦ τὴν ταπεινοφροσύνην
ν’ ἀκολουθήσῃ τῆς γραφῆς μὲ τὴν δικαιοσύνην
νὰ περπατῇ στενὰ πολλὰ μὲ πᾶσαν κακουχία
καὶ νὰ σιμώνῃ πρὸς Θεὸν νὰ λάβῃ εὐτυχία
ν’ ἀφήσῃ τὴν κενοδοξὰ τὴν ἔχει ἀπὸ μέσα
γιατὶ τοῦ κόσμου τὰ καλὰ οὐδὲν τὸν ἐφελέσα
καὶ τὴν πενία νὰ τιμᾶ νηστείαν ἀγρυπνία
νὰ τὰ δουλεύῃ πρόθυμα μὲ δίχως [τὴν] ὀκνεία…
…λοιπὸν γροικῶ [αὐτὸ τὸ] φέρσιμο θέλει νὰ τὸ ἀφήσῃ
νὰ δράμει πρὸς τὸν Κύριον καὶ τώρα νὰ τ’ ἀρχίσῃ
νὰ βάλῃ φρόνεσιν Θεοῦ τὴν ταπεινοφροσύνην
ν’ ἀκολουθήσῃ τῆς γραφῆς μὲ τὴν δικαιοσύνην
νὰ περπατῇ στενὰ πολλὰ μὲ πᾶσαν κακουχία
καὶ νὰ σιμώνῃ πρὸς Θεὸν νὰ λάβῃ εὐτυχία
ν’ ἀφήσῃ τὴν κενοδοξὰ τὴν ἔχει ἀπὸ μέσα
γιατὶ τοῦ κόσμου τὰ καλὰ οὐδὲν τὸν ἐφελέσα
καὶ τὴν πενία νὰ τιμᾶ νηστείαν ἀγρυπνία
νὰ τὰ δουλεύῃ πρόθυμα μὲ δίχως [τὴν] ὀκνεία…
Ἐνῶ ὁ Ἀκάκιος τελειώνει αὐτὴ τὴ χαρακτηριστικὴ ἀναφορά του στοὺς ψάλτες προβάλλοντας τὴν ἔννοια τῆς ἀγγελικῆς ψαλμωδίας, ὡς τοῦ ἰδανικοῦ ποὺ κάθε ψάλτης πρέπει νὰ μιμηθεῖ:
…καὶ νἄν’ ὁ νοῦς του καθαρὸς πρὸς τὸν Θεὸν ἡ πίστις
ν’ ἀκούσῃ τὴν καλὴ φωνὴ τὴν θέλη πῇ ὁ κτίστης
δεῦτε εὐλογημένοι μου καὶ κληρονόμοι τόπου
ὅπου δουλεύσατε καλὰ μὲ προθυμίαν καὶ κόπου
νὰ λάβετε οὐράνιον τὴν λέγω βασιλείαν
γιὰ νὰ γενῆται ἄγγελοι μὲ δόξαν ἐμιλίαν
καὶ ‘μεῖς νὰ ᾄδωμεν καλῶς ὡς ἄγγελοι ὑψίστου
τὸν ὕμνον τὸν ἀγγελικὸν Θεοῦ καὶ μόνου κτίστου
εὐλογημέν’ ἡ δόξα σου ἐκ τόπου ἐδικοῦ σου
ἀκαταπαύστως λέγομεν ὡς νόες ἐκ τοῦ νοῦ σου…
Εἶπα ἤδη στὴν ἀρχή, ὅτι ὁ τιμώμενος ἀπόψε Παῦλος Φορτωμᾶς, ἐκτὸς ἀπὸ καλλίφωνος πρωτοψάλτης εἶναι ἐπίσης ἕνας δάσκαλος τῆς ψαλτικῆς, ἕνας χοράρχης καταξιωμένου χοροῦ ψαλτῶν, ἕνας συγγραφέας καὶ ἐκδότης πλήθους μουσικῶν βιβλίων. Ἂν μιλῶ εἰσαγωγικὰ γιὰ τοὺς ψάλτες, δὲν εἶναι γιατὶ θέλω νὰ τονίσω μόνο αὐτὴν τὴν ἰδιότητα τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ, ἀλλὰ γιατὶ θέλω νὰ γίνει κατανοητὸ ὅτι στὸν ὅρο ψάλτης συμπεριλαμβάνονταν ἀνέκαθεν καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἰδιότητες (ὅπως αὐτὲς τοῦ δασκάλου, τοῦ χοράρχη, τοῦ μελοποιοῦ, ἢ καὶ τοῦ ἐκδότη μουσικῶν κειμένων).
Ἤδη ἀπὸ τὸν 15ο αἰῶνα ὁ ἱερομόναχος Γαβριὴλ ἔκρινε σκόπιμο νὰ «εἰκονίσει τὸν τέλειο ψάλτη» [Γαβριήλ, σσ. 100-102.696-726]. Ἔθεσε, λοιπόν, ἕξι κριτήρια, τὰ ὁποῖα «ὀφείλει νὰ πληροῖ ὅποιος ψάλτης δὲν θέλει νὰ διαψεύδει τὸ ὄνομά του» [Γαβριήλ, σ. 88.585-586]. Τὰ τρία ἀπ’ αὐτὰ σχετίζονται μὲ τὴ χρήση τῆς ψαλτικῆς σημειογραφίας:
· γνώση τῆς «ὀρθογραφίας» τῆς παρασημαντικῆς
· δυνατότητα μουσικῆς γραφῆς χωρὶς τὴ χρήση κάποιου βοηθήματος
· ἄμεση (καὶ ἄψογη) καταγραφὴ ὁποιουδήποτε μουσικοῦ ἀκούσματοςἘνῶ δύο, μόνον, ἀναφέρονται στὶς φωνητικὲς ἱκανότητες τοῦ ψάλτη:
· τονικὰ σωστὴ φωνητικὴ τοποθέτηση
· καλλιφωνία
Ἐπιπλέον δέ, εἶναι ἀξιοπαρατήρητο ὅτι, μέσα στὰ ψαλτικὰ χαρίσματα συμπεριλαμβάνεται καὶ ἡ δυνατότητα:
· σύνθεσης νέων μελωδιῶν
«Αὐτὸς ποὺ γνωρίζει καλὰ αὐτὰ τὰ ἕξι κεφάλαια τῆς τέχνης καὶ μπορεῖ νὰ τὰ χρησιμοποιεῖ ὅπως ἐπιτάσσει ἡ ἐπιστήμη τῆς μουσικῆς, συμπληρώνει κάποιος ἄλλος βυζαντινὸς δάσκαλος τῆς ψαλτικῆς, ὁ Μανουὴλ Χρυσάφης [Χρυσάφης, σ. 48.197-212], μόνον αὐτὸς εἶναι δυνατὸν νὰ ὀνομάζεται τέλειος δάσκαλος καὶ νὰ διδάσκει καὶ νὰ μελοποιεῖ καὶ νὰ ἐκδίδει τὰ μουσικὰ πονήματά του».
Ἰδού, λοιπόν, σὲ ποιά παράδοση στοιχεῖται καὶ ὁ ἀπόψε τιμώμενος ψάλτης (μὲ τὴν πλήρη διάσταση τοῦ ὅρου)∙ καὶ ψάλλει παιδιόθεν, καὶ διδάσκει (ἰδιωτικὰ καὶ ὀργανωμένα, κατ’ ἄτομο ἢ καὶ καθ’ ὁμάδα, ὀργανώνοντας –κατὰ τὴν τελευταία περίπτωση– χορὸ ψαλτῶν στὸν ὁποῖο καὶ χοραρχεῖ), καὶ μελοποιεῖ καὶ ἐκδίδει τὰ μουσικὰ πονήματά του. Γι’ αὐτὴ τὴν τελευταία δραστηριότητα τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ, τὴ συνθετικὴ καὶ ἐκδοτική, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ κάνω στὴ συνέχεια εἰδικότερο λόγο:
Τὸ συνθετικὸ καὶ ἐκδοτικὸ ἔργο τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ εἶναι, πράγματι, ἰδιαίτερα ἐκτεταμένο, πρωτότυπο καὶ ἐπιμελημένο, γιὰ τοῦτο καὶ ἄξιο ἰδιαίτερου λόγου. Τὰ τελευταῖα δέκα χρόνια ὁ Παῦλος Φορτωμᾶς ἔχει ἐκδώσει πάνω ἀπὸ δεκαπέντε τόμους δικῶν του –κυρίως– συνθέσεων, διανθισμένων καὶ ἀπὸ ἄλλα γνωστὰ καὶ κλασικὰ μελοποιήματα. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἔργο συνολικῆς ἔκτασης 10.000 περίπου σελίδων, γραμμένων στὸ σύνολό τους μὲ τὸ χέρι («ἀπὸ τὸν στενὸ συνεργάτη καὶ φίλο τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ πρωτοψάλτη κύριο Κυριάκο Κρέστα», «ὁ ὁποῖος –ὅπως σημειώνει ὁ ἐκδότης στὴν ἀρχὴ κάθε τόμου– συνέβαλε τὰ μέγιστα μὲ τὴν πιστὴ ἀντιγραφὴ τῶν κειμένων καὶ τὴν καλλιγραφία τῶν χαρακτήρων ὥστε νὰ καταστεῖ εὐανάγνωστο τὸ κείμενο, πρὸς ἀποφυγὴ λαθῶν ἀπὸ τοὺς ἱεροψάλτες»), γραμμένων –ἐπαναλαμβάνω– μὲ ἐξαιρετικὰ καλαίσθητο (καὶ –πρέπει νὰ προστεθεῖ– μουσικὰ ὀρθογραφημένο) τρόπο, μὲ τὴν ἁρμόδια ἐπισημείωση τῶν ρυθμικῶν ποδῶν καὶ τῶν ἰσοκρατημάτων καὶ μὲ προσθήκη (σὲ πολλὲς περιπτώσεις) τῶν σχετικῶν τυπικῶν διατάξεων ἢ καὶ ἄλλων λειτουργικῶν σημειώσεων.
Αὐτὴ ἡ σειρὰ τῶν μουσικῶν συνθέσεων καὶ πονημάτων τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ ἐκδίδεται [μάλιστα δὲ σὲ αὐτοέκδοση, ἀπὸ τὸ –ὑπὸ τὴν ἐπωνυμία Αἶνος καὶ Ὕμνος– βιβλιοπωλεῖο ποὺ ἔχει ἱδρύσει ὁ ἐκδότης, γεγονὸς ποὺ καθιστᾶ τὸ ὅλο ἐγχείρημα περαιτέρω ἀξιέπαινο], ἐκδίδεται –λέω– κάτω ἀπὸ τὸν γενικὸ τίτλο Μουσικὸν Ἑορτολόγιον. «Τὸ πόνημα μὲ τὸν γενικὸ τίτλο “Mουσικὸν Ἑορτολόγιον” –σημειώνει ὁ Παῦλος Φορτωμᾶς στὴν εἰσαγωγὴ κάθε τόμου– περιέχει: ἀκολουθίες πλήρεις (κεκραγάρια, προσόμοια, ἰδιόμελα καὶ πλήρη ὄρθρο) τῶν κυριωτέρων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐπίπονης καὶ μακρᾶς μελέτης τῆς πατρώας ἡμῶν Μουσικῆς μετὰ τοῦ διδασκάλου μου ἀειμνήστου Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως Θρασυβούλου Στανίτσα. Θὰ ἦτο παράλειψίς μου –συνεχίζει ὁ Παῦλος Φορτωμᾶς– νὰ μὴν συμπεριλάβω καὶ τὸν ἀείμνηστον μουσικοδιδάσκαλο Θεοδόσιο Γεωργιάδη ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβα ἐπὶ τριετίαν μαθήματα κατ’οἶκον στὰ πρῶτα μου βήματα. Προσπάθησα μὲ ἁπλὲς γραμμὲς καὶ θέσεις νὰ διατυπώσω στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ ὅσο γίνεται πιστότερα καὶ ὀρθότερα τὸ ἁπλὸ καὶ ἀπέριττο πατριαρχικὸ ὕφος μὲ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ψάλλουμε, ὥστε νὰ μποροῦν ὅλοι οἱ φίλοι ἱεροψάλτες νὰ ἀποδίδουν τὸ κείμενο μὲ μεγαλύτερη εὐκολία τόσον ὡς μονωδοὶ ὅσο καὶ ὡς χορωδία».
Ὁ πυρήνας αὐτοῦ τοῦ μεγαλεπήβολου ἐκδοτικοῦ ἐγχειρήματος εἶναι, ἀναμφίβολα, οἱ ἑπτὰ τόμοι τῶν μουσικῶν μηναίων. Ἡ τακτικὴ εἶναι σχετικὰ ὄψιμη καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Παῦλο Φορτωμᾶ τὴν ἔχουν ἐπιχειρήσει καὶ ἄλλοι γνωστοὶ ψάλτες (ὅπως οἱ Γεώργιος Σύρκας, Ἄγγελος Βουδούρης, Σίμων Καρᾶς, π. Κωνσταντῖνος Παπαγιάννης). Δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ μιὰ συνήθη ὕλη τύπου Μουσικῆς Κυψέλης, ἀλλὰ γιὰ πλήρη μουσικὰ μηναῖα, μὲ ὁλοκληρωμένη μελοποίηση ὅλων τῶν ψαλτέων κατὰ τὶς (καθ’ ἡμέρα σχεδόν) ἀκολουθίες τοῦ ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ ὄρθρου, στὴ διάρκεια ὁλόκληρου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Τὸ φαινόμενο (ἡ ἀνάγκη, δηλαδή, καταγραφῆς ἑνὸς μουσικοῦ ὑλικοῦ ποὺ κατὰ τὴν παλαιότερη παράδοση θεωροῦνταν αὐτονόητο, ὡς ἐνυπάρχον στὸ μέλος συγκεκριμένων μελικῶν προτύπων [: τῶν προσομοίων, τῶν κανόνων, τῶν ἀπολυτικίων, τῶν καθισμάτων, κ.λπ.]), αὐτὸ τὸ φαινόμενο –λέω– εἶναι πολλαπλὰ ἐνδιαφέρον∙ πέρα ἀπὸ τὴν ἔκταση τῆς ἐργασίας καὶ τὸν κόπο ποὺ προφανέστατα ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση ἑνὸς τέτοιου ἐγχειρήματος, ἀποτελεῖ παράλληλα καὶ ἕνα ἀδιάψευστο μάρτυρα τῆς «μουσικῆς ἔκπτωσης» ποὺ ὁλονὲν καὶ ἐντονότερα παρατηρεῖται –τελευταία– ἀνάμεσα στοὺς νεότερους κυρίως ἐκπροσώπους τῆς ψαλτικῆς τέχνης. Πολλὰ «αὐτονόητα» ἔχουν δυστυχῶς πάψει νὰ θεωροῦνται ὡς τέτοια (διότι, ἐνδεχομένως, γιὰ νὰ καταστοῦν, ἀκριβῶς, αὐτονόητα προαπαιτοῦν μακρά σπουδὴ καὶ ἄσκηση καὶ τριβή, δεδομένα θεωρούμενα ὡς δευτερεύουσας μᾶλλον σημασίας κατὰ τὴν ἐποχή μας)∙ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο εἶναι, ὄντως, διπλᾶ ἀξιέπαινη αὐτὴ ἡ ἐργώδης καὶ καθ’ ὅλα σπουδαία προσπάθεια τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ, καθὼς (ἐκτὸς τῶν ἄλλων) ἀποτελεῖ καὶ μιὰ χρησιμότατη προσφορὰ πρὸς ὅλους (καὶ ἰδίως τοὺς νεότερους) συναδέλφους ψάλτες. Αὐτό, ἄλλωστε, τονίζει (μὲ ἰδιαίτερο εὐλογητικὸ γράμμα του πρὸς τὸν Παῦλο Φορτωμᾶ) καὶ ὁ μακαριστὸς ἀρχιεπίσκοπος κυρὸς Χριστόδουλος, σημειώνοντας γιὰ τὴ συγκεκριμένη σειρὰ τοῦ Μουσικοῦ Ἑορτολογίου τὰ ἑξῆς: «Εἶδα τὸν κόπο, τὸν ζῆλο καὶ τὴν ἀγάπη τὴν ὁποία ἐπεδείξατε γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσή του. Ἀποτελεῖ μιὰ σπουδαία συμβολὴ στὴ βυζαντινὴ μουσικὴ παράδοση τῆς ἐκκλησίας μας καὶ μιὰ ἀξιόλογη πηγὴ ἐντρύφησης γιὰ τοὺς φιλόμουσους πιστούς».
Ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα μουσικὰ ἔργα τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ μνημονεύω ἐδῶ τὴν ὕλη μιᾶς τυπικῆς Ἀνθολογίας (δηλαδὴ τὰ σταθερὰ ψαλλόμενα κατὰ τὶς ἀκολουθίες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ νυχθημέρου: ἑσπερινό, ὄρθρο καὶ θεία Λειτουργία), ποὺ ἔχουν ἐκδοθεῖ σὲ μιὰ σειρὰ τεσσάρων τόμων. Κατὰ μιὰ πρωτότυπη τακτικὴ ὁ Φορτωμᾶς ἔχει ἐπιπλέον ἐνσωματώσει (στὸν ἕνα τόμο τοῦ ἑσπερινοῦ καὶ στοὺς δύο τοῦ ὄρθρου) καὶ τὸ σύνηθες μουσικὸ ὑλικὸ τοῦ Ἀναστασιματαρίου καὶ τοῦ Εἱρμολογίου, ἀντίστοιχα. Αὐτὴ τὴν ἑνότητα ὁλοκληρώνει ὁ ὀγκώδης τόμος τῆς θείας Λειτουργίας, τὸν ὁποῖο προλογίζοντας ὁ ἐκδότης γράφει χαρακτηριστικά: «Τὸ παρὸν πόνημα ποὺ ἔχετε στὰ χέρια σας, ἀγαπητοὶ φίλοι ἱεροψάλτες, τὸ καταθέτω ὕστερα ἀπὸ τὴν τριακονταετῆ ὑπηρεσία μου στὸ μεγαλεῖο τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς Τέχνης. Προσπάθησα μέσα σ’ αὐτὰ τὰ χρόνια νὰ βοηθήσω πολλοὺς νέους ἱεροψάλτες νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ ἀγαπήσουν αὐτὴν τὴν πατρώα μουσική, ὅταν […] κατάλαβα ὅτι πραγματικὰ μπορῶ καὶ ἐγὼ νὰ προσφέρω τὸν δικό μου μικρὸ λίθο στὸ οἰκοδόμημα τῆς διατήρησης τοῦ ὕφους τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας». Ἐδῶ ὁ Φορτωμᾶς ἐμφανίζεται δυναμικὰ καὶ ὡς μελοποιὸς (πέρα ἀπὸ τὸ στιχηραρικό, ποὺ ἐπισημάνθηκε παραπάνω, καὶ στὸ παπαδικὸ γένος τῆς μελοποιίας), ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ μὲ πλήρεις κατ’ ἦχον σειρὲς δικῶν του τρισαγίων, χερουβικῶν καὶ λειτουργικῶν, ποὺ ἀνθολογοῦνται στὸν συγκεκριμένο τόμο.
Τὴ σειρὰ τοῦ Μουσικοῦ Ἑορτολογίου του ὁλοκληρώνουν, βέβαια, οἱ (ἀφιερωμένοι στὶς μεγάλες ἑορταστικὲς περιόδους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἐνιαυτοῦ) τόμοι τοῦ Τριωδίου, τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας καὶ τοῦ Πεντηκοσταρίου. Δυστυχῶς, ὁ χρόνος δὲν ἐπαρκεῖ ἐδῶ γιὰ εἰδικότερη ἐντρύφηση καὶ λεπτότερη ἀνάλυση καὶ μουσικολογικὴ ἀποτίμηση καθαυτοῦ τοῦ συνθετικοῦ ἔργου τοῦ Φορτωμᾶ. Ἴσως, ὅμως, δὲν θὰ ἦταν περιττὴ μιὰ ἀκροτελεύτια λεπτομερέστερη μουσικὴ ἀναφορὰ στὸ φαινόμενο, γιὰ παράδειγμα, τῶν «κλειδιῶν κατάβασης τῆς φωνῆς, ὅταν ἡ βάση εἶναι ὑψηλή», ὅπως αὐτὰ καταγράφονται –συγκεκριμένα– στὸν τόμο τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας καὶ εἰδικότερα σὲ ἁρμόδια σημεῖα τοῦ γνωστοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς. Θὰ στρέψω τὴν προσοχὴ τῆς ὁμήγυρης (καί, βέβαια, ὄχι τῶν ἐγκρατῶν καὶ περιώνυμων δασκάλων καὶ πρωτοψαλτῶν τοῦ ἀκροατηρίου, ἀλλὰ τῶν ἁπλῶν φιλόμουσων) στὴ φράση πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας τοῦ ἐν λόγῳ τροπαρίου, ὅπου (σὲ σχετικὴ σημείωση) ὁ Παῦλος Φορτωμᾶς διευκρινίζει: «ἐὰν θέλουμε νὰ χαμηλώσουμε τὴν βάσιν κατὰ ἕνα τόνο, κατεβαίνουμε δι’αὐτοῦ τοῦ τρόπου χωρὶς νὰ φανῆ»…
…καὶ νἄν’ ὁ νοῦς του καθαρὸς πρὸς τὸν Θεὸν ἡ πίστις
ν’ ἀκούσῃ τὴν καλὴ φωνὴ τὴν θέλη πῇ ὁ κτίστης
δεῦτε εὐλογημένοι μου καὶ κληρονόμοι τόπου
ὅπου δουλεύσατε καλὰ μὲ προθυμίαν καὶ κόπου
νὰ λάβετε οὐράνιον τὴν λέγω βασιλείαν
γιὰ νὰ γενῆται ἄγγελοι μὲ δόξαν ἐμιλίαν
καὶ ‘μεῖς νὰ ᾄδωμεν καλῶς ὡς ἄγγελοι ὑψίστου
τὸν ὕμνον τὸν ἀγγελικὸν Θεοῦ καὶ μόνου κτίστου
εὐλογημέν’ ἡ δόξα σου ἐκ τόπου ἐδικοῦ σου
ἀκαταπαύστως λέγομεν ὡς νόες ἐκ τοῦ νοῦ σου…
Εἶπα ἤδη στὴν ἀρχή, ὅτι ὁ τιμώμενος ἀπόψε Παῦλος Φορτωμᾶς, ἐκτὸς ἀπὸ καλλίφωνος πρωτοψάλτης εἶναι ἐπίσης ἕνας δάσκαλος τῆς ψαλτικῆς, ἕνας χοράρχης καταξιωμένου χοροῦ ψαλτῶν, ἕνας συγγραφέας καὶ ἐκδότης πλήθους μουσικῶν βιβλίων. Ἂν μιλῶ εἰσαγωγικὰ γιὰ τοὺς ψάλτες, δὲν εἶναι γιατὶ θέλω νὰ τονίσω μόνο αὐτὴν τὴν ἰδιότητα τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ, ἀλλὰ γιατὶ θέλω νὰ γίνει κατανοητὸ ὅτι στὸν ὅρο ψάλτης συμπεριλαμβάνονταν ἀνέκαθεν καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἰδιότητες (ὅπως αὐτὲς τοῦ δασκάλου, τοῦ χοράρχη, τοῦ μελοποιοῦ, ἢ καὶ τοῦ ἐκδότη μουσικῶν κειμένων).
Ἤδη ἀπὸ τὸν 15ο αἰῶνα ὁ ἱερομόναχος Γαβριὴλ ἔκρινε σκόπιμο νὰ «εἰκονίσει τὸν τέλειο ψάλτη» [Γαβριήλ, σσ. 100-102.696-726]. Ἔθεσε, λοιπόν, ἕξι κριτήρια, τὰ ὁποῖα «ὀφείλει νὰ πληροῖ ὅποιος ψάλτης δὲν θέλει νὰ διαψεύδει τὸ ὄνομά του» [Γαβριήλ, σ. 88.585-586]. Τὰ τρία ἀπ’ αὐτὰ σχετίζονται μὲ τὴ χρήση τῆς ψαλτικῆς σημειογραφίας:
· γνώση τῆς «ὀρθογραφίας» τῆς παρασημαντικῆς
· δυνατότητα μουσικῆς γραφῆς χωρὶς τὴ χρήση κάποιου βοηθήματος
· ἄμεση (καὶ ἄψογη) καταγραφὴ ὁποιουδήποτε μουσικοῦ ἀκούσματοςἘνῶ δύο, μόνον, ἀναφέρονται στὶς φωνητικὲς ἱκανότητες τοῦ ψάλτη:
· τονικὰ σωστὴ φωνητικὴ τοποθέτηση
· καλλιφωνία
Ἐπιπλέον δέ, εἶναι ἀξιοπαρατήρητο ὅτι, μέσα στὰ ψαλτικὰ χαρίσματα συμπεριλαμβάνεται καὶ ἡ δυνατότητα:
· σύνθεσης νέων μελωδιῶν
«Αὐτὸς ποὺ γνωρίζει καλὰ αὐτὰ τὰ ἕξι κεφάλαια τῆς τέχνης καὶ μπορεῖ νὰ τὰ χρησιμοποιεῖ ὅπως ἐπιτάσσει ἡ ἐπιστήμη τῆς μουσικῆς, συμπληρώνει κάποιος ἄλλος βυζαντινὸς δάσκαλος τῆς ψαλτικῆς, ὁ Μανουὴλ Χρυσάφης [Χρυσάφης, σ. 48.197-212], μόνον αὐτὸς εἶναι δυνατὸν νὰ ὀνομάζεται τέλειος δάσκαλος καὶ νὰ διδάσκει καὶ νὰ μελοποιεῖ καὶ νὰ ἐκδίδει τὰ μουσικὰ πονήματά του».
Ἰδού, λοιπόν, σὲ ποιά παράδοση στοιχεῖται καὶ ὁ ἀπόψε τιμώμενος ψάλτης (μὲ τὴν πλήρη διάσταση τοῦ ὅρου)∙ καὶ ψάλλει παιδιόθεν, καὶ διδάσκει (ἰδιωτικὰ καὶ ὀργανωμένα, κατ’ ἄτομο ἢ καὶ καθ’ ὁμάδα, ὀργανώνοντας –κατὰ τὴν τελευταία περίπτωση– χορὸ ψαλτῶν στὸν ὁποῖο καὶ χοραρχεῖ), καὶ μελοποιεῖ καὶ ἐκδίδει τὰ μουσικὰ πονήματά του. Γι’ αὐτὴ τὴν τελευταία δραστηριότητα τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ, τὴ συνθετικὴ καὶ ἐκδοτική, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ κάνω στὴ συνέχεια εἰδικότερο λόγο:
Τὸ συνθετικὸ καὶ ἐκδοτικὸ ἔργο τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ εἶναι, πράγματι, ἰδιαίτερα ἐκτεταμένο, πρωτότυπο καὶ ἐπιμελημένο, γιὰ τοῦτο καὶ ἄξιο ἰδιαίτερου λόγου. Τὰ τελευταῖα δέκα χρόνια ὁ Παῦλος Φορτωμᾶς ἔχει ἐκδώσει πάνω ἀπὸ δεκαπέντε τόμους δικῶν του –κυρίως– συνθέσεων, διανθισμένων καὶ ἀπὸ ἄλλα γνωστὰ καὶ κλασικὰ μελοποιήματα. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἔργο συνολικῆς ἔκτασης 10.000 περίπου σελίδων, γραμμένων στὸ σύνολό τους μὲ τὸ χέρι («ἀπὸ τὸν στενὸ συνεργάτη καὶ φίλο τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ πρωτοψάλτη κύριο Κυριάκο Κρέστα», «ὁ ὁποῖος –ὅπως σημειώνει ὁ ἐκδότης στὴν ἀρχὴ κάθε τόμου– συνέβαλε τὰ μέγιστα μὲ τὴν πιστὴ ἀντιγραφὴ τῶν κειμένων καὶ τὴν καλλιγραφία τῶν χαρακτήρων ὥστε νὰ καταστεῖ εὐανάγνωστο τὸ κείμενο, πρὸς ἀποφυγὴ λαθῶν ἀπὸ τοὺς ἱεροψάλτες»), γραμμένων –ἐπαναλαμβάνω– μὲ ἐξαιρετικὰ καλαίσθητο (καὶ –πρέπει νὰ προστεθεῖ– μουσικὰ ὀρθογραφημένο) τρόπο, μὲ τὴν ἁρμόδια ἐπισημείωση τῶν ρυθμικῶν ποδῶν καὶ τῶν ἰσοκρατημάτων καὶ μὲ προσθήκη (σὲ πολλὲς περιπτώσεις) τῶν σχετικῶν τυπικῶν διατάξεων ἢ καὶ ἄλλων λειτουργικῶν σημειώσεων.
Αὐτὴ ἡ σειρὰ τῶν μουσικῶν συνθέσεων καὶ πονημάτων τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ ἐκδίδεται [μάλιστα δὲ σὲ αὐτοέκδοση, ἀπὸ τὸ –ὑπὸ τὴν ἐπωνυμία Αἶνος καὶ Ὕμνος– βιβλιοπωλεῖο ποὺ ἔχει ἱδρύσει ὁ ἐκδότης, γεγονὸς ποὺ καθιστᾶ τὸ ὅλο ἐγχείρημα περαιτέρω ἀξιέπαινο], ἐκδίδεται –λέω– κάτω ἀπὸ τὸν γενικὸ τίτλο Μουσικὸν Ἑορτολόγιον. «Τὸ πόνημα μὲ τὸν γενικὸ τίτλο “Mουσικὸν Ἑορτολόγιον” –σημειώνει ὁ Παῦλος Φορτωμᾶς στὴν εἰσαγωγὴ κάθε τόμου– περιέχει: ἀκολουθίες πλήρεις (κεκραγάρια, προσόμοια, ἰδιόμελα καὶ πλήρη ὄρθρο) τῶν κυριωτέρων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐπίπονης καὶ μακρᾶς μελέτης τῆς πατρώας ἡμῶν Μουσικῆς μετὰ τοῦ διδασκάλου μου ἀειμνήστου Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως Θρασυβούλου Στανίτσα. Θὰ ἦτο παράλειψίς μου –συνεχίζει ὁ Παῦλος Φορτωμᾶς– νὰ μὴν συμπεριλάβω καὶ τὸν ἀείμνηστον μουσικοδιδάσκαλο Θεοδόσιο Γεωργιάδη ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβα ἐπὶ τριετίαν μαθήματα κατ’οἶκον στὰ πρῶτα μου βήματα. Προσπάθησα μὲ ἁπλὲς γραμμὲς καὶ θέσεις νὰ διατυπώσω στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ ὅσο γίνεται πιστότερα καὶ ὀρθότερα τὸ ἁπλὸ καὶ ἀπέριττο πατριαρχικὸ ὕφος μὲ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ψάλλουμε, ὥστε νὰ μποροῦν ὅλοι οἱ φίλοι ἱεροψάλτες νὰ ἀποδίδουν τὸ κείμενο μὲ μεγαλύτερη εὐκολία τόσον ὡς μονωδοὶ ὅσο καὶ ὡς χορωδία».
Ὁ πυρήνας αὐτοῦ τοῦ μεγαλεπήβολου ἐκδοτικοῦ ἐγχειρήματος εἶναι, ἀναμφίβολα, οἱ ἑπτὰ τόμοι τῶν μουσικῶν μηναίων. Ἡ τακτικὴ εἶναι σχετικὰ ὄψιμη καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Παῦλο Φορτωμᾶ τὴν ἔχουν ἐπιχειρήσει καὶ ἄλλοι γνωστοὶ ψάλτες (ὅπως οἱ Γεώργιος Σύρκας, Ἄγγελος Βουδούρης, Σίμων Καρᾶς, π. Κωνσταντῖνος Παπαγιάννης). Δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ μιὰ συνήθη ὕλη τύπου Μουσικῆς Κυψέλης, ἀλλὰ γιὰ πλήρη μουσικὰ μηναῖα, μὲ ὁλοκληρωμένη μελοποίηση ὅλων τῶν ψαλτέων κατὰ τὶς (καθ’ ἡμέρα σχεδόν) ἀκολουθίες τοῦ ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ ὄρθρου, στὴ διάρκεια ὁλόκληρου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Τὸ φαινόμενο (ἡ ἀνάγκη, δηλαδή, καταγραφῆς ἑνὸς μουσικοῦ ὑλικοῦ ποὺ κατὰ τὴν παλαιότερη παράδοση θεωροῦνταν αὐτονόητο, ὡς ἐνυπάρχον στὸ μέλος συγκεκριμένων μελικῶν προτύπων [: τῶν προσομοίων, τῶν κανόνων, τῶν ἀπολυτικίων, τῶν καθισμάτων, κ.λπ.]), αὐτὸ τὸ φαινόμενο –λέω– εἶναι πολλαπλὰ ἐνδιαφέρον∙ πέρα ἀπὸ τὴν ἔκταση τῆς ἐργασίας καὶ τὸν κόπο ποὺ προφανέστατα ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση ἑνὸς τέτοιου ἐγχειρήματος, ἀποτελεῖ παράλληλα καὶ ἕνα ἀδιάψευστο μάρτυρα τῆς «μουσικῆς ἔκπτωσης» ποὺ ὁλονὲν καὶ ἐντονότερα παρατηρεῖται –τελευταία– ἀνάμεσα στοὺς νεότερους κυρίως ἐκπροσώπους τῆς ψαλτικῆς τέχνης. Πολλὰ «αὐτονόητα» ἔχουν δυστυχῶς πάψει νὰ θεωροῦνται ὡς τέτοια (διότι, ἐνδεχομένως, γιὰ νὰ καταστοῦν, ἀκριβῶς, αὐτονόητα προαπαιτοῦν μακρά σπουδὴ καὶ ἄσκηση καὶ τριβή, δεδομένα θεωρούμενα ὡς δευτερεύουσας μᾶλλον σημασίας κατὰ τὴν ἐποχή μας)∙ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο εἶναι, ὄντως, διπλᾶ ἀξιέπαινη αὐτὴ ἡ ἐργώδης καὶ καθ’ ὅλα σπουδαία προσπάθεια τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ, καθὼς (ἐκτὸς τῶν ἄλλων) ἀποτελεῖ καὶ μιὰ χρησιμότατη προσφορὰ πρὸς ὅλους (καὶ ἰδίως τοὺς νεότερους) συναδέλφους ψάλτες. Αὐτό, ἄλλωστε, τονίζει (μὲ ἰδιαίτερο εὐλογητικὸ γράμμα του πρὸς τὸν Παῦλο Φορτωμᾶ) καὶ ὁ μακαριστὸς ἀρχιεπίσκοπος κυρὸς Χριστόδουλος, σημειώνοντας γιὰ τὴ συγκεκριμένη σειρὰ τοῦ Μουσικοῦ Ἑορτολογίου τὰ ἑξῆς: «Εἶδα τὸν κόπο, τὸν ζῆλο καὶ τὴν ἀγάπη τὴν ὁποία ἐπεδείξατε γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσή του. Ἀποτελεῖ μιὰ σπουδαία συμβολὴ στὴ βυζαντινὴ μουσικὴ παράδοση τῆς ἐκκλησίας μας καὶ μιὰ ἀξιόλογη πηγὴ ἐντρύφησης γιὰ τοὺς φιλόμουσους πιστούς».
Ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα μουσικὰ ἔργα τοῦ Παύλου Φορτωμᾶ μνημονεύω ἐδῶ τὴν ὕλη μιᾶς τυπικῆς Ἀνθολογίας (δηλαδὴ τὰ σταθερὰ ψαλλόμενα κατὰ τὶς ἀκολουθίες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ νυχθημέρου: ἑσπερινό, ὄρθρο καὶ θεία Λειτουργία), ποὺ ἔχουν ἐκδοθεῖ σὲ μιὰ σειρὰ τεσσάρων τόμων. Κατὰ μιὰ πρωτότυπη τακτικὴ ὁ Φορτωμᾶς ἔχει ἐπιπλέον ἐνσωματώσει (στὸν ἕνα τόμο τοῦ ἑσπερινοῦ καὶ στοὺς δύο τοῦ ὄρθρου) καὶ τὸ σύνηθες μουσικὸ ὑλικὸ τοῦ Ἀναστασιματαρίου καὶ τοῦ Εἱρμολογίου, ἀντίστοιχα. Αὐτὴ τὴν ἑνότητα ὁλοκληρώνει ὁ ὀγκώδης τόμος τῆς θείας Λειτουργίας, τὸν ὁποῖο προλογίζοντας ὁ ἐκδότης γράφει χαρακτηριστικά: «Τὸ παρὸν πόνημα ποὺ ἔχετε στὰ χέρια σας, ἀγαπητοὶ φίλοι ἱεροψάλτες, τὸ καταθέτω ὕστερα ἀπὸ τὴν τριακονταετῆ ὑπηρεσία μου στὸ μεγαλεῖο τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς Τέχνης. Προσπάθησα μέσα σ’ αὐτὰ τὰ χρόνια νὰ βοηθήσω πολλοὺς νέους ἱεροψάλτες νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ ἀγαπήσουν αὐτὴν τὴν πατρώα μουσική, ὅταν […] κατάλαβα ὅτι πραγματικὰ μπορῶ καὶ ἐγὼ νὰ προσφέρω τὸν δικό μου μικρὸ λίθο στὸ οἰκοδόμημα τῆς διατήρησης τοῦ ὕφους τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας». Ἐδῶ ὁ Φορτωμᾶς ἐμφανίζεται δυναμικὰ καὶ ὡς μελοποιὸς (πέρα ἀπὸ τὸ στιχηραρικό, ποὺ ἐπισημάνθηκε παραπάνω, καὶ στὸ παπαδικὸ γένος τῆς μελοποιίας), ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ μὲ πλήρεις κατ’ ἦχον σειρὲς δικῶν του τρισαγίων, χερουβικῶν καὶ λειτουργικῶν, ποὺ ἀνθολογοῦνται στὸν συγκεκριμένο τόμο.
Τὴ σειρὰ τοῦ Μουσικοῦ Ἑορτολογίου του ὁλοκληρώνουν, βέβαια, οἱ (ἀφιερωμένοι στὶς μεγάλες ἑορταστικὲς περιόδους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἐνιαυτοῦ) τόμοι τοῦ Τριωδίου, τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας καὶ τοῦ Πεντηκοσταρίου. Δυστυχῶς, ὁ χρόνος δὲν ἐπαρκεῖ ἐδῶ γιὰ εἰδικότερη ἐντρύφηση καὶ λεπτότερη ἀνάλυση καὶ μουσικολογικὴ ἀποτίμηση καθαυτοῦ τοῦ συνθετικοῦ ἔργου τοῦ Φορτωμᾶ. Ἴσως, ὅμως, δὲν θὰ ἦταν περιττὴ μιὰ ἀκροτελεύτια λεπτομερέστερη μουσικὴ ἀναφορὰ στὸ φαινόμενο, γιὰ παράδειγμα, τῶν «κλειδιῶν κατάβασης τῆς φωνῆς, ὅταν ἡ βάση εἶναι ὑψηλή», ὅπως αὐτὰ καταγράφονται –συγκεκριμένα– στὸν τόμο τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας καὶ εἰδικότερα σὲ ἁρμόδια σημεῖα τοῦ γνωστοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς. Θὰ στρέψω τὴν προσοχὴ τῆς ὁμήγυρης (καί, βέβαια, ὄχι τῶν ἐγκρατῶν καὶ περιώνυμων δασκάλων καὶ πρωτοψαλτῶν τοῦ ἀκροατηρίου, ἀλλὰ τῶν ἁπλῶν φιλόμουσων) στὴ φράση πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας τοῦ ἐν λόγῳ τροπαρίου, ὅπου (σὲ σχετικὴ σημείωση) ὁ Παῦλος Φορτωμᾶς διευκρινίζει: «ἐὰν θέλουμε νὰ χαμηλώσουμε τὴν βάσιν κατὰ ἕνα τόνο, κατεβαίνουμε δι’αὐτοῦ τοῦ τρόπου χωρὶς νὰ φανῆ»…
Πῶς γίνεται αὐτό; Ἂς τὸ δοῦμε ἀναλυτικότερα (πρβλ. καὶ τὸ παρακάτω σχετικὸ πανομοιότυπο):
σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο τοῦ τροπαρίου, τὸ μέλος, ξεκινώντας ἀπὸ τὴ βάση τοῦ ἤχου, διαμορφώνεται ἀρχικὰ σὲ δύο μουσικὲς φράσεις (πάνω στὸ κείμενο: πρὸς τοὺς στεναγμούς)∙ ἡ πρώτη μουσικὴ φράση (ἡ λεγόμενη νανά) ἐπιμένει στὴν τριφωνία τοῦ ἤχου (στὸν φθόγγο Γα), ἐνῶ ἡ δεύτερη (ποὺ ἀναπτύσσεται ἀρχικὰ πάνω στὴ ληκτικὴ συλλαβὴ τῆς λέξης στεναγμούς, μὲ ἐπανάληψη στὴ συνέχεια πλήρους τῆς φράσης τοὺς στεναγμούς) ἀναπτύσσεται χρωματικὰ στὸ ὀξὺ τετράχορδο τοῦ ἤχου (μέσῳ μιᾶς θέσης ποὺ παλαιότερα ὀνομαζόταν σεῖσμα)∙ στὴ φράση, τέλος, τῆς καρδίας, ἡ μελωδία μεταπίπτει, χρωματικὰ καὶ πάλι, στὸν φθόγγο Πα, γιὰ νὰ ἐπανέλθει στὴ συνέχεια (μὲ τὸ ὑπόλοιπο μουσικὸ κείμενο τοῦ τροπαρίου: ὁ κλίνας τοὺς οὐρανούς…) στὴν ἀρχικὴ βάση τοῦ πλαγίου τοῦ τετάρτου ἤχου. Τὸ «κλειδὶ κατάβασης μιᾶς φωνῆς» ἐφαρμόζεται στὴν τελευταία μουσικὴ φράση, ὅπου ὁ Φορτωμᾶς σημειώνει (ὡς δυνητικὴ παραλλαγή, καὶ ἐὰν ἡ βάση ἔχει ἤδη ἀνέβει καὶ ὁ ψάλτης ἐπιθυμεῖ νὰ τὴν κατεβάσει ἕνα τόνο χωρὶς αὐτὸ νὰ γίνει ἀντιληπτό), σημειώνει –λοιπόν– πὼς ὁ ψάλτης μπορεῖ νὰ ξεκινήσει, στὸ ἄρθρο τῆς, ἀπὸ τὸν φθόγγο Γα (ἀντὶ ἀπὸ τὸν Δι), πρᾶγμα ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ὅλη ἡ φράση νὰ καταλήξει χρωματικὰ (καὶ ὁμαλώτατα) στὸν φθόγγο Νη (ἀντὶ στὸν Πα)∙ ἡ συνέχεια τοῦ τροπαρίου, ποὺ διαμορφώνεται μὲ κατάβαση μιᾶς φωνῆς, βρίσκει πλέον τὴ βάση τοῦ ἤχου κατεβασμένη κατὰ ἕνα τόνο…
Κυρίες καὶ Κύριοι
Εἶναι σύνηθες στὰ μουσικὰ χειρόγραφα νὰ εἰκονίζονται, σὲ μικρογραφίες, σκηνὲς διδασκαλίας τῆς ψαλτικῆς, μὲ τὸν δάσκαλο ὄρθιο καὶ διδάσκοντα καὶ τὸν μαθητὴ ἀκούοντα καὶ διδασκόμενο, ἱστάμενο μὲ δέος στὰ πόδια τοῦ δασκάλου. Μὲ τὰ μάτια τῆς φαντασίας μου ἀναπλάθω κι ἐγὼ ἐδῶ τὴν ἴδια εἰκόνα, ὅπου ὄρθια δεσπόζει ἡ ἡγεμονικὴ φυσιογνωμία τοῦ Θρασύβουλου Στανίτσα, ἐνῶ στὰ πόδια του στέκεται, ἀκούει καὶ διδάσκεται, μειρακίσκος τότε (καὶ ἤδη δάσκαλος καὶ πρωτοψάλτης καὶ χοράρχης καὶ μελοποιὸς καὶ ἐκδότης ὁ ἴδιος), ὁ ἀπόψε τιμώμενος Παῦλος Φορτωμᾶς. Παρόμοιο σκηνὴ ἴσως ὁραματίστηκε καὶ ὁ μητροπολίτης Πέργης Εὐάγγελος, ὅταν ἔγραφε στὸν Φορτωμᾶ (σὲ γράμμα του ποὺ δημοσιεύεται στὴν ἀρχὴ κάθε σχεδὸν βιβλίου του) τὰ ἀκόλουθα: «Θὰ ἦτο ξένον νὰ φαντασθῶ “μαθητὴν ἐκ τῶν ἀρίστων” τοῦ ἀλησμονήτου μας πρωτοψάλτου Θρασυβούλου Στανίτσα, ὅπως ἡ μουσικολογιότητά σας, μὴ ἄρτιον καὶ ἐν τῷ ψάλλειν καὶ ἐν τῷ μεταδίδειν τὴν πατρώαν ἐκκλησιαστικὴν μουσικήν μας. Εὔχομαι ἡ μουσικὴ πορεία σας νὰ συνεχίζεται ὑπὸ τὶς μελωδικὲς ἀντηχήσεις καὶ ἐμπειρίες ἐκείνου». Κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τέτοιων θρυλικῶν μορφῶν τῆς σύγχρονης ψαλτικῆς τέχνης, μὲ ἔντονη τὴν αἴσθηση τοῦ ἐσωτερικοῦ –ψυχικοῦ– δροσισμοῦ, προσθέτω ταπεινὰ καὶ τὶς δικές μου ὁλόθερμες καὶ ὁλοκάρδιες εὐχὲς πρὸς τὸν φίλο καὶ συνάδελφο Παῦλο Φορτωμᾶ, γιὰ ὑγεία καὶ μακροημέρευση καὶ ἀπρόσκοπτη συνέχιση τῆς κατὰ πάντα ἀξιόλογης καλλιτεχνικῆς δημιουργίας του. Εὐχαριστώντας, παράλληλα, τόσο γιὰ τὴν ἐπιδαψίλευση τῆς δωρεᾶς πλήρους τῆς σειρᾶς τῶν μουσικῶν πονημάτων του γιὰ τὴν προσωπική μου βιβλιοθήκη, ὅσο –καὶ κυρίως– γιὰ τὴν ξεχωριστὴ τιμὴ τῆς ἀνάθεσης τοῦ λόγου κατὰ τὴν ἀποψινὴ λαμπρὴ τιμητικὴ ἐκδήλωση, ἐπιλέγω μεγαλοφώνως: ψάλλε, ἀγαπητὲ Παῦλε, ψάλλε συνετῶς καὶ εὐρύθμως, καὶ ὄψῃ τοῦ πράγματος τὴν ἡδονήν, καὶ ἔσῃ ὡς νεοσσὸς ἀετοῦ ἐν ὕψει αἰρόμενος…
* Ὁμιλία σὲ σχετικὴ τιμητικὴ ἐκδήλωση, ποὺ πραγματοποιήθηκε στὴν αἴθουσα τοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου Παρνασσός, στὶς 10 Ἀπριλίου 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου