Θρασὺ ἐγχείρημα φαντάζει ἡ κατάθεση ὁραματισμῶν γιὰ τὸ «μέλλον» τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, μιᾶς μουσικῆς ποὺ ἀριθμεῖ ἤδη δύο χιλιάδες, περίπου, χρόνια ζωῆς· καὶ δὲν ἀπαιτοῦνται, βέβαια, ἰδιαίτερες «μαντικὲς» ἱκανότητες, ἀλλὰ ἁπλῆ παρατήρηση τῶν δεδομένων τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ παρόντος τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, γιὰ νὰ βεβαιωθοῦμε ὅτι καὶ τὸ μέλλον της, ἂν δὲν εἶναι προδιαγεγραμμένο, φαίνεται, τουλάχιστον, ἐξασφαλισμένο. Ἐξηγοῦμαι:
Τί ἐννοοῦμε ὑπὸ τὸν (τόσο οἰκεῖο πλήν, ὅμως, σαφῶς ἀμφίσημο) ὅρο Βυζαντινὴ Μουσική; Ἀσφαλῶς τὸ συναμφότερο: ὡς τέχνη τὴν Ψαλτική, ποὺ «διὰ ῥυθμῶν καὶ μελῶν περὶ τοὺς θείους ὕμνους καταγίγνεται» [Christian Hannick und Gerda Wolfram, Gabriel Hieromonachos. Abhandlung über den Kirchengesang (CSRM I), Wien 1985, p. 3827-28], καὶ ὡς ἐπιστήμη τὴ (βυζαντινὴ) Μουσικολογία, ποὺ μεθοδικὰ καὶ συστηματικὰ ἀποπειρᾶται νὰ ἀρθρώσει ὑπεύθυνο λόγο γιὰ τὰ πολυποίκιλα δεδομένα τῆς ἴδιας τέχνης, λόγο ποὺ ἀπαιτεῖ, βέβαια, ἀντίστοιχη ἔρευνα καὶ σπουδὴ καὶ γνώση. Ἡ ἀλληλεξάρτηση ἀμφότερων τῶν «πτυχῶν» τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς εἶναι πασιφανὴς καὶ αὐταπόδεικτη· καὶ παρότι σαφῶς φαίνεται νὰ προέχει ἡ πρακτικὴ διάσταση τοῦ πράγματος (ἂν παραθεωρηθεῖ ἡ ἴδια ἡ ψαλτικὴ ἔκφραση, ἡ μουσικὴ ὡς τέχνη καὶ καλλιτεχνία, τί ἀπομένει νὰ σχολιάσει ὁ μουσικολόγος;) ποιός ἀντιλέγει ὅτι καὶ ἡ βαθύτερη γνώση τῶν πολλαπλῶν θεωρητικῶν δεδομένων τοῦ πράγματος λειτουργεῖ εὐεργετικότατα γιὰ τὸν ψάλτη ὡς καλλιτέχνη; (ἀπὸ παλιὰ τὸ τόνιζε, ἄλλωστε, καὶ ὁ Μανουὴλ Χρυσάφης: «...οἱ φιλοτιμούμενοι ἐπὶ τὸ ψάλλειν εἰδέναι καὶ ἐπιστήμονες εἶναι τῆς ψαλτικῆς [...] μετ' ἐπιστήμης ἀκριβοῦς τε καὶ ἀπταίστου τὴν τοιαύτην μετέρχεσθαι τέχνην» [Dimitri E. Conomos, The Treatise of Manuel Chrysaphes the Lampadarios: On the Theory of the Art of Chanting and on Certain Erroneoys Views That Some Hold About it (Mount Athos, Iviron Monastery MS 1120 [July, 1458]) (CSRM II), Wien 1985, p. 3611-12, 14-15]). Πάντως, ὅπως διδάσκει καὶ ἡ ἱστορία, ἡ Μουσικολογία ἐξακολουθεῖ νὰ «παρακολουθεῖ» διακριτικὰ τὴν Ψαλτική, «παρεμβαίνουσα» ὅπου δεῖ· ἡ ἐπιστήμη ἕπεται τῆς τέχνης, ποὺ -ὑπὸ τὸν χαρακτῆρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς- παραμένει ἀπὸ αἰώνων -καὶ ἀναμφίβολα θὰ συνεχίσει νὰ διατελεῖ- ἀειθαλής, ἀφοῦ εἶναι συνυφασμένη μὲ τὰ λατρευτικὰ δρώμενα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ -ὁποιασδήποτε μορφῆς ἢ καλλιτεχνικῆς ἀξίας- ὑφίσταται ἀπὸ τὸ «καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν» (Ματθ. 26, 30) καὶ θὰ ἐξακολουθήσει νὰ ὑπάρχει ἕως ὅτου «ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ…» (Ματθ. 25, 31).
Ἂς δανεισθῶ ἐδῶ καὶ κάποιες παλαιότερες σχετικὲς παρατηρήσεις τοῦ Παύλου Καρολίδη: «Ἡ Ἑλληνικὴ ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ἡ καλουμένη συνήθως Βυζαντινή, ὡς συνδεδεμένη ἀρρήκτως μετ' αὐτῆς τῆς ἱστορικῆς ἀρχῆς, γενέσεως καὶ ἐξελίξεως τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ ὅλῳ βίῳ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους εἶναι κτῆμα ἀΐδιον τοῦ πνευματικοῦ βίου τοῦ Ἑλληνισμοῦ, κληρονομία πολύτιμος παρὰ τῶν εὐκλεεστάτων χρόνων τῆς Ἑλληνικῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας τοῖς ἐπιγιγνομένοις παραδοθεῖσα, ἀποτελοῦσα δύναμιν ἠθικήν, καὶ πνευματικήν, ἅμα δὲ καὶ γνώρισμα πνευματικὸν τοῦ ἐθνικοῦ βίου καὶ ἐν τοῖς χαλεπωτάτοις περιόδοις τοῦ βίου τούτου. Πανταχοῦ, ἔνθα ὁ Χριστιανικὸς Ἑλληνικὸς βίος ἐξέτεινε τὸ κράτος αὑτοῦ, καὶ ἡ Βυζαντινὴ μουσικὴ εἰσεχώρησε καὶ ἐπεκράτησε διά τε τῆς ἰδίας καλλιτεχνικῆς δυνάμεως αὑτῆς καὶ διὰ τῆς μετ' αὐτῆς ἡνωμένης καὶ ἐκ ταύτης ἰδίαν δύναμιν λαμβανούσης καὶ διὰ αὐτῆς θαυμασίως ἐκφραζομένης σεμνῆς καὶ ἐν τῇ σεμνότητι μεγαλοπρεποῦς ὑμνῳδίας καὶ ἱεροτελεστίας τῆς Ἑλληνικῆς ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας [...] Ὁ σεμνός, Δώριος, οὕτως εἰπεῖν, ἱεροπρεπὴς χαρακτὴρ τῆς μουσικῆς ταύτης, ὁ ἐμφαίνων τὸν φύσει θρησκευτικὸν αὐτῆς χαρακτῆρα καὶ καθιστῶν αὐτὴν μουσικὴν κατ' ἐξοχὴν θρησκευτικήν, συνεδέθη ἀνέκαθεν στενώτατα καὶ κατέστη συμφυὴς μετὰ τῆς ἀκραιφνῶς σοβαρᾶς χριστιανικῆς λατρείας καὶ ἐκκλησιαστικῆς ὑμνῳδίας, κατέστη, οὕτως εἰπεῖν, συνείδησις θρησκευτικὴ ἐν τῇ φωνῇ τῆς τέχνης ἀποκαλυπτομένη. Τοσοῦτο δὲ ἐπὶ αἰῶνας συνεδέθη μετὰ τοῦ ὅλου πνευματικοῦ βίου, ὥστε καὶ ἄνευ τεχνικῆς διδασκαλίας καὶ ἄνευ βιβλίων καὶ σημείων καὶ γραμμάτων τεχνικῶν, ἁπλῶς διὰ τοῦ στόματος καὶ τῆς φωνῆς παραδιδομένη ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν, παρέμεινε πανταχοῦ τὸ κυριώτατον στοιχεῖον τῆς τοῦ θείου λατρείας ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ...» [«Ἡ Βυζαντινὴ Μουσική», Φόρμιγξ, περίοδος Β', ἔτος Α', ἀριθμὸς 19-20, Ἀθῆναι 15-31 Δεκεμβρίου 1905, σ. 2].
Τὸ ζητούμενο, λοιπόν, δὲν ἐπικεντρώνεται στὴν ἐξασφάλιση τῆς συνέχειας τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς ὡς τέχνης· ἀνιχνεύεται, ἀντίθετα, στὴν εὐκρινῆ ἐπισήμανση τῆς λανθάνουσας δυναμικῆς τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς ὡς ἐπιστήμης. Ἀφορᾶ, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, στὴν ἀνάδειξη τῆς ἐπιθυμητῆς συναλληλίας, στὴν ἐπίτευξη μιᾶς ἁρμονικῆς συμπόρευσης, μεταξὺ ἐπιστήμης καὶ τέχνης, μὲ ἕνα προφανῆ σκοπό: ἡ δυναμικὴ τῆς ἐπιστήμης νὰ συμβάλλει σὲ μιὰν συνεχῆ βελτιστοποίηση τῶν ἐπὶ μέρους πτυχῶν τῆς τέχνης, ἐγγυωμένη τὴν ἀέναη -οὐσιαστικὰ- ἐπικαιροποίηση τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς. Πρὸς τὰ ἐκεῖ κατατείνουν καὶ οἱ ἐδῶ κατατιθέμενοι «ὁραματισμοί»...
* * *
«... ἂν εἰς πᾶσαν τέχνην καὶ ἐπιστήμην ἡ ἀνάπτυξις καὶ ἡ πρόοδος συντελῆται διὰ τῆς πορείας πρὸς τὰ πρόσω, ἡ τῆς ἡμετέρας ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς ἀνόρθωσις καὶ ἀναβίωσις, κατ' ἀντίστροφον ὅλως λόγον, θέλει ἀσφαλῶς συντελεσθῇ, διὰ τῆς πορείας ἡμῶν πρὸς τὰ ὄπισθεν»· μ' αὐτὴ τὴν παρατήρηση τερμάτιζε (πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ περίπου χρόνια) ὁ Κ. Ἀ. Ψάχος ἕνα δημοσιευμένο στὴ Φόρμιγγα [περίοδος Β', ἔτος Δ' (ΣΤ'), ἀριθ. 15-16, Ἀθῆναι 15-30 Νοεμβρίου 1908, σσ. 1-2] ἄρθρο του, ὑπὸ τὸν τίτλο· «Σκέψεις τινὲς ἐπὶ τῆς καταστάσεως τῆς καθ' ἡμᾶς Βυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς». Καὶ παρότι (ἀπὸ μιὰν πρώτη καὶ ἄμεση ἐκτίμηση) παρόμοια ἐπισήμανση μοιάζει καθαρὰ «ὀπισθοδρομική», αὐτὲς οἱ «σκέψεις» τοῦ Ψάχου παραμένουν, ἀλλοίμονο, τραγικὰ ἐπίκαιρες.
Ἀρκεῖ, ἴσως, ἡ παράθεση ὁρισμένων περικοπῶν τοῦ κειμένου του, γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ὅτι ἀναφέρεται σὲ οἰκεῖα προβλήματα τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, εὐθέως, δυστυχῶς, ἀναγνωρίσιμα ὣς σήμερα· ἂν παρακάμψουμε τὸ χρησιμοποιούμενο -δηλωτικὸ τῆς ἐποχῆς του- γλωσσικὸ ἰδίωμα, ποιός θὰ ἀμφέβαλλε ὅτι περιγράφεται ἐδῶ ἡ σύγχρονη ψαλτικὴ πραγματικότητα; «...ἂν ὑπάρχῃ τέχνη ἡ ὁποία κατήντησεν οὐδεμίαν νὰ ἔχῃ ἀρχήν, οὐδεμίαν νὰ ἔχῃ βάσιν, τῆς ὁποίας δὲ οἱ ἐργάται οὐδένα ἀλλον πλὴν τοῦ ἑαυτοῦ των ἕκαστος νὰ παραδέχωνται τέλειον, τοῦτ' αὐτὸ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα, ἡ τέχνη αὕτη εἶναι ἡ ψαλτική. Ἕκαστος ἱεροψάλτης διακηρύττει, ὅτι ἔχει ἴδιον σύστημα, ἴδιον ὕφος, ἔστω καὶ ἂν κατ' ὄνομα μόνον γνωρίζῃ τὴν Βυζαντινὴν μουσικήν. Τὸ χείριστον δὲ πάντων, ὅτι ἕκαστος ἱεροψάλτης ἐννοεῖ νὰ ἦναι καὶ συνθέτης καὶ μελοποιὸς καὶ συγγραφεὺς καὶ ἐκδότης. Ἐντεῦθεν ὁ τερατώδης ἐκεῖνος κυκεών, ἡ πραγματικὴ ἐκείνη Βαβυλωνία, νὰ ψάλλῃ δηλ. ἕκαστος ὅ,τι τὴν στιγμὴν ἐκείνην, καθ' ἣν ἀναβαίνει εἰς τὸ στασίδιον, τοῦ καταβῇ εἰς τὸν νοῦν, νὰ ἔχῃ δὲ καὶ τὴν φρικώδη ἀξίωσιν νὰ ἐπιβάλλῃ ταῦτα ὡς ἐμπνεύσεις ὑψηλάς, διὰ στόματα ἀγγέλων προωρισμένας! Καὶ οὕτως ἔχομεν τὴν ἐλεεινὴν ἐκείνην παρῳδίαν τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς [...] ἐπὶ τέλους πρέπει πάντες νὰ μάθωμεν, ὅτι ὁ ἱεροψάλτης ἔχει καθήκοντα οὐ μόνον ἱερὰ ὑπὸ τῶν κανόνων καὶ τῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας ὑπαγορευόμενα, ἀλλὰ καὶ καλαισθητικὰ τοιαῦτα ὑπὸ τῆς τέχνης ἐπιβαλλόμενα. Πρέπει νὰ μάθωμεν ὅτι ἱεροψάλτης τέλειος τὴν τέχνην εἶναι οὐχὶ ἐκεῖνος, ὅστις ἔχει ποιάν τινα φωνὴν καὶ ἀσυναισθήτως ὅλως άνέρχεται καὶ κατέρχεται τοὺς φθόγγους τῆς κλίμακος, ἀλλ' ἐκεῖνος ὅστις δύναται νὰ κάμνῃ χρῆσιν τῆς φωνῆς του, συμφώνως πρὸς τοὺς κανόνας ἑκάστου τῆς μουσικῆς εἴδους· ἐκεῖνος ὅστις δύναται νὰ ζωοποιῇ τὰς ἐπὶ τοῦ ἀψύχου χάρτου γεγραμμένας μουσικὰς ἰδέας καὶ εἰκόνας, τόσον ζωηρῶς καὶ τεχνικῶς, ὥστε αὗται νὰ παρέρχωνται πρὸ τῆς φαντασίας τῶν ἀκροατῶν τελείως ζωνταναί· ἐκεῖνος ὅστις κατέχων μέχρις ἑνὸς τὰ μυστήρια τῆς τέχνης του, δύναται νὰ ἐπιφέρῃ τὸ διὰ τῆς ἐκκλ. ἡμῶν μουσικῆς ἐπιδιωκόμενον ἀποτέλεσμα. Εἶναι τρομερὸν νὰ ἀκούῃ τις, τὸν ἕνα μὲν λέγοντα, ὅτι ἐγὼ ψάλλω κατὰ τὸ σύστημα τοῦ Α, τὸν δὲ ἄλλον, ἐγὼ ψάλλω κατὰ τὸ σύστημα τοῦ Β. Καὶ ποῖον εἶναι, δι' ὄνομα τοῦ Ὑψίστου! αὐτὸ τὸ φρικῶδες συνονθύλευμα, τὸ προβάλλον ὡς σύστημα τοῦ Α ἢ τοῦ Β; Τὸ σύστημα τῆς μουσικῆς εἶναι ἑνιαῖον καὶ ἀδιαίρετον [...] Ἂς μὴ αἰτιώμεθα τοὺς ξένους. Ἡμεῖς καὶ μόνοι ἡμεῖς εἴμεθα οἱ αἴτιοι τῆς καταπτώσεως τῆς ἡμετέρας ἐκκλ. μουσικῆς. Ἡμεῖς εἴμεθα οἱ ὑπονομεύσαντες τὸ ἡμέτερον μουσικὸν καθεστώς, ἄλλος διὰ τῶν μουσικῶν ἀτασθαλειῶν του, ἄλλος διὰ τῶν ἀτάκτων κρωγμῶν του καὶ ἄλλος διὰ τῶν ἐπιληψίμων ἐκδόσεών του. Ἂν ὑπάρχῃ τις ὁ δυσπιστῶν, δὲν ἔχει εἰμὴ νὰ ρίψῃ ἓν βλέμμα εἰς τὴν ἐπικρατοῦσαν ἐν ταῖς ἁπανταχοῦ ἐκκλησίαις κατάστασιν καὶ ἔχομεν τὴν πεποίθησιν, ὅτι δὲν θὰ ἐπιρρίψῃ καθ' ἡμῶν τὸ ἄδικον [...] Ἡ μουσικὴ ἡμῶν οὐδεμιᾶς μεταβολῆς ἢ τροπολογίας ἔχει ἀνάγκην [...] Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔχει ἀνάγκην ῥιζικῆς μεταβολῆς, εἶναι τὸ ψαλτικὸν αὐτῆς μέρος. Καὶ διὰ τοῦτο τείνοντες ἀλλήλοις τὴν χεῖρα, κατὰ μέρος δὲ ἀφίνοντες τὴν παιδαριώδη πολυπραγμοσύνην καὶ τὰς ἀνιαρὰς ἐκείνας μικροφιλοτιμίας, ὀφείλομεν τὸ ἐφ' ἡμῖν ἕκαστος νὰ βοηθήσωμεν τοὺς ὁπωσδήποτε ἀναλαβόντας τὴν πρωτοβουλίαν ταύτην, οὕτως ὥστε πρὸ τῶν ἐπιφθόνων ὀμμάτων τῶν ξένων νὰ ἐμφανισθῶμεν συνησπισμένοι εἰς ἓν καὶ μόνον σύστημα, οὐχὶ δὲ κατατετμημένοι εἰς ἀμφιβόλου ἀξίας καὶ προελεύσεως συστήματα καὶ οὐτοπίας [...] Ἀλλ' εἰς τὴν ἐργασίαν ταύτην πρέπει νὰ ἔλθωσιν ἐπίκουροι οἱ ἁπανταχοῦ μουσικοὶ καὶ μουσικολόγοι, μὴ ὑστεροῦντες καὶ οὗτοι εἰς τὴν παλιγγενεσίαν τῆς ἐθνικῆς ἡμῶν μουσικῆς. Καὶ δὲν θὰ ὑστερήσωσιν, ἂν συνασπιζόμενοι, καὶ τὸ τί 'σαι σὺ καὶ τί 'μαι ἐγὼ ἐκποδὼν ποιούμενοι, θέσωσιν ὡς κοινὴν βάσιν τῆς μεταξὺ αὐτῶν συνεννοήσεως, τὴν ἐν αἷς ψάλλουσιν ἐκκλησίαις ἀναστήλωσιν τῆς ἁγνῆς ἐκκλ. μουσικῆς γραμμῆς...».
* * *
Ὁρατός, νομίζω, προβάλλει ὁ κίνδυνος μετὰ παρέλευση ἄλλων ἑκατὸ (κατὰ αἰσιόδοξη πρόβλεψη) χρόνων νὰ ἐξακολουθοῦμε νὰ ἀναζητοῦμε λύση στὰ ἴδια πάντοτε προβλήματα, ὁπότε -κάτω ἀπὸ μιὰ τέτοια (βάσιμη) προοπτικὴ- ὁποιοσδήποτε «ὁραματισμὸς» φαντάζει οὐτοπικὸς καὶ ἐκ τῶν προτέρων «καταδικασμένος». Καὶ δὲν εἶναι λίγοι οἱ ὁραματισμοί μας γιὰ τὸ μέλλον τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, ὁραματισμοὶ ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἔρευνα, τὴ διδασκαλία, τὴ διάδοση καὶ προβολή, κυρίως ὅμως τὸ ἄκουσμα, τὸν ἦχο τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς· σχολιάζω ἐντελῶς ἐπιγραμματικά:
· ἡ ἔρευνα
Ἡ πρόοδος ποὺ κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχει συντελεσθεῖ (διεθνῶς καὶ στὰ καθ’ ἡμᾶς) γύρω ἀπὸ τὴν ἔρευνα ποικίλων (θεωρητικῶν καὶ πρακτικῶν) θεμάτων τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς εἶναι, ἀναμφίβολα, ἐντυπωσιακή. Διακρίνεται, ὡστόσο, ἀπὸ μιὰ τάση ἀπόλυτης σχεδὸν ἐξειδίκευσης. Γιὰ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, βέβαια, ἡ ἐξειδίκευση εἶναι στοιχεῖο ὄχι ἁπλῶς θεμιτὸ ἀλλὰ καὶ ἐπιδιωκόμενο. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, καὶ χωρὶς –πρὸς Θεοῦ- νὰ ἀρνοῦμαι τὴν ἐξειδίκευση, πιστεύω ὅτι ὁλονὲν καὶ ἐπιτακτικότερα προβάλλει ἡ ἀνάγκη παράλληλης «διεπιστημονικῆς» διερεύνησης νέων πτυχῶν (ἢ ἀκόμη καὶ ἡ ἐπανεξέταση παλαιότερων καὶ ἤδη ἐρευνημένων ζητημάτων) τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς. Αὐτὴ δὲ ἡ «διεπιστημονικότητα» στὴ Βυζαντινὴ Μουσικὴ εἶναι δυνατὸν νὰ νοηθεῖ τόσο σὲ «στενὴ» ὅσο καὶ σὲ «εὐρεῖα» ἔννοια. Κατὰ τὴν πρώτη, εἶναι ἀναμενόμενο δεδομένα τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς νὰ συνεκτιμῶνται μὲ ἀντίστοιχα τοῦ χώρου ὅπου αὐτὴ ἡ τέχνη ἀναπτύσσεται, τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου δηλαδή· ἔτσι, ἡ μουσικὴ θὰ ἐξετάζεται καὶ θὰ ἀξιολογεῖται καὶ μέσα ἀπὸ τὴ Λειτουργική, τὴν Τελετουργική, τὸ Τυπικό, τὴν Ὑμνογραφία, τὴν Ἁγιογραφία, τὸ Κανονικὸ Δίκαιο, τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἀκόμη δὲ καὶ τὴν Ναοδομία. Σὲ μιὰ δεύτερη -«εὐρεῖα»- ἔννοια, τὸ φαινόμενο τῆς μουσικῆς δημιουργίας εἶναι δυνατὸν νὰ προσεγγίζεται καὶ βάσει τῶν λεγόμενων κοινωνικῶν συμφραζόμενων· θὰ πρέπει, δηλαδή, ἐδῶ νὰ ἐρευνᾶται –καὶ αὐτὴ εἶναι μιὰ τακτικὴ μὴ ἀναμενόμενη, ἐνδεχομένως, καθότι παραμένει ἀνεφάρμοστη ὣς σήμερα, ἀλλὰ πάντως ἐπιβεβλημένη ἀπὸ τὶς σύγχρονες διεθνεῖς τάσεις τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας- κατὰ πόσο ἱστορικά, κοινωνικά, πολιτικά, λαογραφικά, ἀκόμη καὶ ἀνθρωπολογικὰ δεδομένα ἐπηρεάζουν, καθορίζουν καὶ διαμορφώνουν τόσο τὴν ἴδια τὴ μουσικὴ ὅσο καὶ ὁ,τιδήποτε σχετίζεται μ’ αὐτήν. Παρόμοιες σφαιρικὲς προσεγγίσεις εἶναι σίγουρο ὅτι θὰ διευρύνουν τὴν -λόγῳ τῆς ἐξειδίκευσης- περιορισμένη (ἢ ἀναμενόμενη) ὣς σήμερα προοπτικὴ προσέγγισης τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, ἐνῶ παράλληλα θὰ ὀφελήσουν πολλαπλῶς ὄχι μόνον τοὺς ἐπιστήμονες μουσικολόγους ἀλλὰ καὶ τοὺς καλλιτέχνες ψάλτες.
· ἡ διδασκαλία
Δύο εἶναι, πιστεύω, οἱ βασικοὶ στόχοι γιὰ τὸ μέλλον τῆς διδασκαλίας τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς· ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ κωδικοποίηση ἑνὸς ἑνοποιημένου σχετικοῦ συστήματος, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ συστηματικὴ ὀργάνωση τῆς ὅλης μεθοδολογίας τῆς παιδευτικῆς διαδικασίας. Ἡ «ἐπανένωση» τῶν θεωρητικῶν καὶ πρακτικῶν δεδομένων τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς εἶναι ἕνα πάγιο ζητούμενο, ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς περίφημης μουσικῆς μεταρρύθμισης τοῦ 1814 (στὴν ὁποία καὶ χρεώνεται -ὄχι ἄδικα- αὐτὴ ἡ θρυλικὴ πλέον «διάσταση»)· καὶ εἶναι πλέον κοινὸς τόπος (τουλάχιστον στὴ σχετικὴ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα) ὅτι ἂν ποτὲ ἀρθοῦν οἱ ἑκατέρωθεν διαφοροποιήσεις, καὶ τὰ πάντα θεωρηθοῦν ὡς ἑνιαῖο σύνολο, τὰ ἄλλοτε ἀκατανόητα θὰ μετατραποῦν εὔκολα σὲ κατανοητὰ καὶ οἱ σπουδάζοντες τὴ Βυζαντινὴ Μουσικὴ θὰ διευκολυνθοῦν καθοριστικά. Ἀπομένει, βέβαια, ὄχι μόνον ἡ ὑλοποίηση αὐτοῦ τοῦ (γοητευτικοῦ μὲν πλὴν ὅμως δυσεπίτευκτου) ἐγχειρήματος, ἀλλὰ -μετὰ ταῦτα- καὶ ἡ ἐκ νέου ὀργάνωση τῆς διδασκαλίας τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς σύμφωνα μὲ τοὺς γενικότερους κανόνες τῆς παιδαγωγικῆς ἐπιστήμης. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή, πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι στὰ παραδεδομένα σχετικὰ θεωρητικογραφήματα λανθάνουν σπουδαῖοι κανόνες καὶ βασικὲς ἀρχὲς τῆς διδακτικῆς τῆς Ψαλτικῆς, εὐφυεῖς εἰκόνες, εὐφάνταστα σχήματα καὶ σοφὰ στὴ σύλληψή τους σύμβολα, ἄριστες παιδαγωγικὰ μέθοδοι, ποὺ τὰ μάλα ἐνδείκνυνται γιὰ μιὰν ἄρτια καὶ ὁμαλὴ μετάδοση τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς στοὺς μαθητές· αὐτὰ πρέπει νὰ ἁλιευθοῦν καὶ (μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες γενικὲς παιδαγωγικὲς ἀρχὲς) νὰ ἐνσωματωθοῦν ἄμεσα στὴν ψαλτικὴ παιδευτικὴ διαδικασία.
· ἡ διάδοση καὶ προβολή
Τὸ θέμα τῆς διάδοσης καὶ προβολῆς τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς ἔχει –κατὰ τὴ γνώμη μου- δύο διαστάσεις: τί προβάλλεται ὡς Βυζαντινὴ Μουσικὴ καὶ πῶς προβάλλεται ἡ Βυζαντινὴ Μουσική. Τόσο ἡ σύγχρονη τεχνολογία ὅσο καὶ οἱ δημοκρατικὲς ἀρχὲς τῆς ἐλεύθερης διακίνησης τῶν ἰδεῶν, ἐπιτρέπουν πλέον (καὶ πολὺ καλῶς, βέβαια) τὴν εὐχερῆ διάδοση ὁποιασδήποτε ψαλτικῆς δημιουργίας· ὁ καθένας [: σχεδὸν ὅλοι στὶς μέρες μας] ἐκδίδει βιβλία (θεωρητικοῦ ἢ πρακτικοῦ περιεχομένου) καὶ κυκλοφορεῖ δίσκους ἢ κασέτες (μὲ μονοφωνικὲς ἢ ἀπὸ χοροῦ ἑρμηνεῖες). Γιὰ τὴν ἑλλαδικὴ πραγματικότητα τὸ φαινόμενο μαρτυρεῖ ἕναν ἐνδιαφέροντα πλουραλισμό· τὸ κοινολογούμενο (ἔντυπο ἢ ἠχογραφημένο) ὑλικὸ τίθεται στὴν κρίση (ἐπαϊόντων καὶ μὴ) ἀποδεκτῶν καὶ ἀξιολογεῖται ἁρμοδίως. Ὅσο, ὅμως, τὸ ἴδιο φαινόμενο λαμβάνει ἀνησυχητικὲς «διεθνεῖς διαστάσεις» ἐξελίσσεται σὲ μιὰν ἀνεξέλεγκτη, ἐν πολλοῖς, κατάσταση, ποὺ (ὅπως καὶ ἐξ ἰδίας πείρας διαπίστωσα ἐσχάτως) μόνον ὀδυνηρὲς ἐμπειρίες τροφοδοτεῖ. Οἱ ἀλλόγλωσσοι ὁμόδοξοι δὲν δύνανται -ὅπως εἶναι προφανές- νὰ ἀποτιμήσουν οὐσιαστικὰ τὸ περιεχόμενο ἢ νὰ ἀξιολογήσουν ἐνδελεχῶς τὴν ποιότητα τέτοιων ἐκδόσεων· ἀλλ’ ἀναπόφευκτα καταφεύγουν σ’ αὐτές, κινούμενοι ἀπὸ τὶς πρακτικὲς ἀνάγκες γιὰ τὴν ὀργάνωση τῶν κατὰ χῶρες λατρευτικῶν συνάξεων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τους γιὰ τὴν Ψαλτική, καὶ μέσῳ αὐτῶν ἀποπειρῶνται νὰ κατανοήσουν τὰ δεδομένα τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς· ἐπιπλέον δέ, στηριζόμενοι σὲ παρόμοιο ὑλικό, προσπαθοῦν (μέσῳ ἐπίπονων παράλληλων διαδικασιῶν μετάφρασης τοῦ πρωτογενοῦς ἕλληνος λόγου) νὰ προσαρμόσουν τὴ Βυζαντινὴ Μουσικὴ στὴ γλῶσσα τῆς χώρας τους. Καί, βέβαια, τραγικὸ (γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες) προβάλλει τὸ ἐρώτημα· ποιά Βυζαντινὴ Μουσικὴ ἀγωνίζονται νὰ μάθουν καὶ νὰ προσαρμόσουν στὶς ἑκασταχοῦ συνθῆκες; Τίς, ὅμως, πταίει; Ἐκεῖνοι (οἱ καλοπροαίρετοι) ἢ ἐμεῖς (οἱ τάχα καὶ διδάσκαλοί τους); Ἡ εὐθύνη μας εἶναι τεράστια καὶ φοβοῦμαι πὼς εἴμαστε ἀναπολόγητοι. Μόνον ὅταν ἐπισκεπτόμαστε τὶς ἁπανταχοῦ ὀρθόδοξες κοινότητες κατανοοῦμε τὸ μέγεθος τοῦ προβλήματος. Ἀνυποψίαστοι ὁμογενεῖς πασχίζουν, μέσα ἀπὸ μιὰν πανσπερμία θεωρητικῶν ἀπόψεων, μέσα ἀπὸ μιὰν ἐκπληκτικὴ ποικιλία φωνητικῶν ἑρμηνειῶν, νὰ προσεγγίσουν τὴ Βυζαντινὴ Μουσική, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἐμεῖς, «ἐπαναπαυμένοι» στὴν ἑλλαδικὴ πραγματικότητα, διεκδικοῦμε ἀδιαπραγμάτευτα τὸ δικαίωμα γιὰ τὴν προβολὴ καὶ διάδοση τῶν ὅποιων προσωπικῶν μουσικῶν δεξιοτήτων μας, ἀδιαφορώντας γιὰ τὶς μελλοντικὲς συνέπειες αὐτοῦ τοῦ ἐκδοτικοῦ ὀργασμοῦ. Μὲ ἀμηχανία ἀντιμετωπίζουμε τὸ φαινόμενο, ὁσάκις παριστάμεθα μάρτυρες, καὶ ἀδυνατοῦμε νὰ προτείνουμε λύσεις. Δὲν πρέπει, ἐπιτέλους, κάποιος νὰ ἐλέγχει τί διαδίδεται; Παράλληλα, ὁ τρόπος προβολῆς τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπερβεῖ τὰ διαμορφωμένα στεγανὰ πλαίσια, τὰ ἐπηρεασμένα -ἀναπόφευκτα- ἀπὸ τὶς συντηρητικές, ἐν πολλοῖς, διαθέσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ περιβάλλοντος, προκειμένου αὐτὴ ἡ τέχνη καὶ ἐπιστήμη νὰ γίνει πιὸ ἑλκυστικὴ γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο καὶ μάλιστα γιὰ τὴ νεολαία· τοῦτο δὲ περισσότερο ἐπιβάλλεται ἐφ’ ὅσον προσδοκοῦμε διάδοση τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς σὲ νέο κοινό, ἄσχετο πρὸς τὸν ἑλληνισμὸ καὶ τὴν ὀρθοδοξία. Τὸ ζήτημα εἶναι μεγάλο καί, βέβαια, ὑπαινικτικὰ μόνον θίγεται ἐδῶ. Κάποτε, θὰ πρέπει νὰ τολμήσουμε νὰ διαφοροποιηθοῦμε, ἐνδεχομένως, ἀκόμη καὶ ἀπὸ καθιερωμένα ἐξωτερικὰ σχήματα, ποὺ θέλουν τὴ Βυζαντινὴ Μουσικὴ νὰ ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ συγκεκριμένο ἐνδυματολογικὸ κώδικα, ἰδιότυπη (λεκτικὴ ἢ γραπτὴ) μορφὴ ἐπικοινωνίας, «ἀποστειρωμένη» -γενικότερα- συμπεριφορά. Κάτι τέτοιο δὲν σηματοδοτεῖ ἀνησυχητικὴ παρέκκλιση καὶ ἀσεβῆ ἀποπροσανατολισμὸ τοῦ συγκεκριμένου χαρακτήρα τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς· δηλώνει, ἁπλῶς, τὴ δημιουργικὴ τόλμη μας γιὰ ἐκμετάλλευση τῆς ἐνυπάρχουσας στὴν Ψαλτικὴ «ἐλαστικότητας», μιᾶς «ἐλαστικότητας» ποὺ μπορεῖ νὰ ἐγγυηθεῖ τὴν ἀπρόσκοπτη προβολὴ καὶ διάδοσή της ἀκόμη καὶ ἐκτὸς τοῦ οἰκείου της χώρου. Ἂς θυμηθοῦμε, ἄλλωστε, καὶ τὸ τοῦ Ἀποστόλου (Α΄ Κορ. θ΄, 22, 19): «…τοῖς πᾶσιν γέγονα πάντα […] ἵνα τοὺς πλείονας κερδήσω…».
· ὁ ἦχος
Ἐδῶ θὰ ἐπιμείνω κάπως περισσότερο· δικαίως, νομίζω, διότι μέσῳ τοῦ ἰδιαίτερου ἤχου της γνωρίζεται εὐρύτερα ἡ Βυζαντινὴ Μουσική, μεταξὺ τόσο τῶν (εὐάριθμων) ἐπαϊόντων ὅσο –καὶ κυρίως- τῶν (πολυπληθέστερων) ἀδαῶν. Ποιός ἦταν, ποιός εἶναι καὶ πῶς φανταζόμαστε τὸν μελλοντικὸ ἦχο τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς; Προσωπικά, συντάσσομαι μὲ τὸν Παπαδιαμάντη, ποὺ ἐδῶ καὶ πάνω ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια ὑπεδείκνυε ὅτι «…ὀφείλομεν νὰ ψάλλωμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ μὲ πραείας φωνάς, μὲ φωνὴν αὔρας λεπτῆς, καὶ ὄχι μὲ πολυφωνίας καὶ παραφωνίας, αἵτινες ὁμοιάζουν μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνέμου τὸ βίαιον καὶ μὲ τὸν συσσεισμόν, μέσῳ τῶν ὁποίων δὲν ἐφανερώθη ὁ Θεός…» [«Φωνὴ αὔρας λεπτῆς», Ἅπαντα, τόμος πέμπτος, κριτικὴ ἔκδοση Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος, Ἀθήνα 1988, σσ. 232-233]. Προσωπικά, ἀδυνατῶ νὰ ἐνωτισθῶ τὸν ἦχο τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς διαφορετικὸ ἀπ’ ὅ,τι συμβολίζει ἐκεῖνος ὁ βιβλικὸς ἦχος τῆς φωνῆς τῆς λεπτῆς αὔρας· καὶ χαίρω, ποὺ ἀναδιφώντας σὲ παλαιότερα μουσικολογήματα βρίσκω ἀναπάντεχους ὁμοϊδεάτες, ὅπως τὸν ἐκ Σύμης Βασίλειο Μελιδώνη: «…ἀληθὴς καὶ ἐθνικῇ πρόοδος ἐν τῇ Μουσικῇ ἡμῶν πιστεύομεν ὅτι θὰ ἐπιτελῆται [...] <ὅταν> ἀναμνησθῶμεν τῆς Γραφῆς λεγούσης: "Καὶ ἰδοὺ Κύριος παρελεύσεται. Πνεῦμα μέγα κραταιὸν διαλύον ὄρη καὶ συντρίβον πέτρας ἐνώπιον Κυρίου· οὐκ ἐν τῷ πνεύματι Κύριος· καὶ μετὰ τὸν συσσεισμὸν πῦρ· οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς καὶ ἐκεῖ Κύριος". Πολλὰ εἶναι τὰ ἰδιώματα τῆς Μουσικῆς καὶ πολλὰ τὰ δι' αὐτῶν διεγειρόμενα συναισθήματα, εἰς ἓν ὅμως ἐξ αὐτῶν εἶνε ὁ Κύριος, ἐκεῖνο ὅπερ ἀνύψωσε πολλάκις τὸ πνεῦμα καὶ τὴν καρδίαν ἡμῶν μέχρι τῶν θρόνων τοῦ Ὑψίστου καὶ τοῦτο εἶνε ἡ Βυζαντινὴ Μουσικὴ αὕτη εἶνε ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς ἀληθοῦς τοῦ Ἕλληνος θείας λατρείας...» [«Ἡ ἔννοια τῆς προόδου καὶ τοῦ σκοποῦ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡμῶν μουσικῆς», Φόρμιγξ, περίοδος Β', ἔτος Ε' (Ζ'), ἀριθ. 11-12, Ἀθῆναι 15-30 Σεπτεμβρίου 1909, σ. 1]· ὑπερβαλόντως, ὅμως, χαίρω (καὶ ἀποκαλύπτομαι) ὅταν διδάσκομαι τὴ βαθύτερη, τὴν πραγματικὴ οὐσία μιᾶς τέχνης τῆς ὁποίας -αὐταπατώμενος- καλοῦμαι μύστης, μέσα ἀπὸ τὰ ἁπλᾶ λόγια ἑνὸς ἄμουσου, πλὴν ὅμως χαριτωμένου καὶ φωτισμένου, ἀκροατή της, σὰν τὸν γέροντα Παΐσιο: «...τί γλυκὰ «γυρίσματα» ἔχει ἡ βυζαντινὴ μουσική! Ἰδίως τὰ καθαρὰ βυζαντινὰ ἔχουν διάφορα ὄμορφα, γλυκὰ γυρίσματα. Ἄλλα λεπτὰ σὰν τὸ ἀηδόνι, ἄλλα σὰν ἁπαλὸ κυματάκι, ἄλλα δίνουν μιὰ μεγαλοπρέπεια. Ὅλα ἀποδίδουν, τονίζουν τὰ θεῖα νοήματα. Ὅμως σπάνια νὰ ἀκούσης αὐτὰ τὰ ὄμορφα γυρίσματα. Οἱ περισσότεροι ποὺ ψέλνουν τὰ λένε λειψά, κουτσουρεμένα, καλουπωμένα. Ἀφήνουν κενά, τρύπες! Καὶ τὸ κυριώτερο, τὰ λένε χωρὶς τόνο. Ἀπορῶ· δὲν ἔχουν ὀξεῖες αὐτὰ τὰ βιβλία τους; Σὰν τὴν σημερινὴ γραμματικὴ εἶναι χωρὶς τόνους, χωρὶς ὀξεῖες; Τελείως ρηχὰ τὰ λένε. Ὅλα τὰ πᾶνε ἴσια, λὲς καὶ πέρασε ὁδοστρωτήρας καὶ τὰ ἰσοπέδωσε ὅλα! «Πα-νη-ζω, πα-νη-ζω», πανίζουν-πανίζουν τὸν φοῦρνο καὶ ψωμὶ δὲν βγάζουν! Ἄλλοι πάλι τονίζουν χωρὶς καρδιὰ καὶ τσιρίζουν. Ἄλλοι τὰ τονίζουν ὅλα δυνατά, τὰ λένε καὶ ὅλα ἴσια, ὅλα καρφωτά, καὶ νομίζεις χτυποῦν καρφιὰ μὲ τὸ σκερπάνι. Ναί, ἀλήθεια, ἢ τελείως ἄτονα ἢ σκληρά! Δὲν σὲ ξεσηκώνουν ἐσωτερικά· δὲν σὲ ἀλλοιώνουν. Ἐνῶ πόσο γλυκειὰ εἶναι ἡ καθαρὴ βυζαντινὴ μουσική! Εἰρηνεύει, μαλακώνει τὴν ψυχή. Ἡ σωστὴ ψαλμωδία εἶναι τὸ ξεχείλισμα τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικῆς καταστάσεως. Εἶναι θεία εὐφροσύνη! Δηλαδὴ εὐφραίνεται ἡ καρδιὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ καρδιὰ εὐφρόσυνη μιλάει ὁ ἄνθρωπος στὸν Θεό. Ὅταν συμμετέχη κανεὶς σ’ αὐτὸ ποὺ ψάλλει, τότε ἀλλοιώνεται, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, καὶ ὁ ἴδιος καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἀκοῦνε... » [Λόγοι Α΄. Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, Σουρωτῆ Θεσσαλονίκης 1998, σσ. 353-356].
* * *
Καὶ τὸ ἀκροτελεύτιο, ἀλλὰ καίριο, ἐρώτημα· πῶς θὰ ἐπιτευχθοῦν ὅλα αὐτά; Πάντοτε μπροστὰ σὲ μεγαλεπήβολους καὶ ὑψηλοὺς στόχους ἔχουμε δύο ἐπιλογές: τὴν -μὲ ἀπελπισία- παραίτηση ἢ τὴν -μὲ αἰσιοδοξία- ἐκκίνηση· καὶ αὐτὴ ἡ ἐκκίνηση ἔχει πάντοτε μιὰ συγκεκριμένη ἀρχή, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ὁποία (ἔστω καὶ σὲ ἄγνωστη ἢ ἀπροσδιόριστη ἀπόσταση) βρίσκεται σίγουρα τὸ ἀντίστοιχο τέλος. Ἀντί, λοιπόν, νὰ «μεριμνᾶμε καὶ τυρβάζουμε περὶ πολλά», λυσιτελέστερο θὰ ἦταν νὰ ἐπιμεληθοῦμε, πρωταρχικά, τοῦ «ἑνός, οὗτινός ἐστι χρεία» (Λουκ. 10, 41-42). Ἔτσι, ἀνάμεσα στοὺς παραπάνω (καὶ ἄλλους πολυπληθεῖς) ὁραματισμούς μας γιὰ τὸ μέλλον τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, βλέπω νὰ ξεχωρίζει ὡς ἀπόλυτα ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη γεφύρωσης τοῦ μεγάλου «χάσματος» ποὺ «ἐστήρικται» (Λουκ. 16, 26) μεταξὺ τῶν ἐπὶ μέρους φορέων, θιασωτῶν καὶ θεραπόντων, τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς.
Τὸ πρόβλημα ἐπισημάνθηκε ἤδη προοιμιακά (διεκτραγωδημένο καὶ ἀπὸ τὴ γραφίδα τοῦ Ψάχου): πρέπει πολὺ πιὸ δημιουργικὸ νὰ ὁραματιστοῦμε τὸ «μέλλον» ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως θὰ ἔχει ἡ Βυζαντινὴ Μουσική· πρέπει νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς «ἀγκυλώσεις» ποὺ ἐπὶ πολλὰ χρόνια ταλανίζουν τὸν χῶρο· πρέπει νὰ ἐντοπίσουμε ποὺ «νοσεῖ» τὸ σύστημα καὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ τὸ θεραπεύσουμε (καὶ τὸ πολυχρόνιον αὐτῆς τῆς «νόσου» εἶναι , δυστυχῶς, ἀποδεδειγμένη ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἱστορία κατάσταση)· πρέπει -ἐπιτέλους- νὰ συντελέσουμε οἱ πάντες (ὁποιαδήποτε θέση ἢ ἰδιότητα διακρίνει ἕκαστο) γιὰ τὴν ἕνωση τῶν ὅποιων «διεστώτων», συστρατευόμενοι σὲ κοινὸ ἀγῶνα ὑπὲρ τῆς ὅποιας βελτίωσης χρήζει ἡ κοινή μας τέχνη, ἐνῶ (φυσιολογικὰ) πορεύεται πρὸς τὸ μέλλον. Ἂς συμφωνήσουμε ὅτι ἐχέγγυα γιὰ τὸ μέλλον τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς ἀποτελοῦν οἱ λέξεις κλειδιά: γνώση, σύμπνοια, συνεργασία, ἀλληλεγγύη... καὶ ὄχι ἡμιμάθεια (ἤ, πρὸς Θεοῦ, δοκησισοφία), διχόνοια, ἀσυνεννοησία, διάσταση… Πρὸς χάριν τῆς ἐρατεινῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς δὲν ἀξίζει νὰ ἐγκαταλείψουμε τὶς ἔριδες καὶ τὶς ἀντεγκλήσεις; δὲν ἐπιβάλλεται νὰ τερματίσουμε τὸν περαιτέρω κατακερματισμὸ τῆς ἑνότητάς της καὶ ὡς τέχνης καὶ ὡς ἐπιστήμης;
Καὶ μέσῳ τῆς παρούσας ἡμερίδας, ἂς ἀπευθυνθεῖ παντοῦ –δανεισμένη καὶ παραφρασμένη ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο (Α΄ Κορ. 1, 10-13)- μία καὶ μόνη ἀγωνιώδης ἔκκληση: «παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ. ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου […], ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσιν. Λέγω δὲ τοῦτο [...] μεμέρισται ἡ μουσική»;
*. Ἀνακοίνωση στὴν Α΄ διεθνῆ ἡμερίδα γιὰ τὴν Βυζαντινὴ Μουσικὴ [: Ἡ Βυζαντινὴ Μουσικὴ στὸν 21ο αἰῶνα: Προβληματισμοὶ καὶ προοπτικές] τοῦ Τμήματος Μουσικῆς Ἐπιστήμης καὶ Τέχνης τοῦ Πανεπιστημίου Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη, 21 Ἀπριλίου 2007).